13 Δεκεμβρίου 1943 ξημερώματα χτυπούν οι καμπάνες της μητρόπολης και καλείται με αυστηρές διαταγές ο πληθυσμός σε συγκέντρωση στο δημοτικό σχολείο, έχοντας μία κουβέρτα και τρόφιμα μιας ημέρας. Οι Γερμανοί διαχωρίζουν τα γυναικόπαιδα από τους άντρες άνω των 14 ετών.
Οι άνδρες οδηγούνται στη ράχη του Καπή, χώρο αμφιθεατρικό, από όπου θα ήταν αναγκασμένοι να βλέπουν τα σπίτια της πόλης τους, μαζί με το σχολείο, όπου βρίσκονταν οι οικογένειές τους, να καίγονται. Σαδισμός!
Ο επικεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος Αυστριακός υπολοχαγός Βάλλιμπαλντ Ακαμπχούμπερ. |
Με
τον οδοντωτό σιδηρόδρομο, φορτηγά και ζώα μετέφεραν όλη την περιουσία
των Καλαβρυτινών, ακόμα και τα κοπάδια ζώων, γενικά ό,τι πολύτιμο
συγκέντρωσαν από τη λεηλασία σπιτιών, Τραπεζών και Δημοσίου Ταμείου.
Ενώ
η πόλη καιγόταν, 2.30΄ το μεσημέρι, οι ριπές των πολυβόλων άρχιζαν να
ρίχνουν άψυχα τα σώματα όλων των συγκεντρωμένων αντρών και εφήβων.
Δίνουν και τη "χαριστική βολή".
Εγκαταλείπουν
την πόλη και συνεχίζουν το έγκλημά τους στο ιστορικό μοναστήρι της
Αγίας Λαύρας· το έκαψαν, αφού σκότωσαν καλόγερους και προσωπικό. Το ίδιο
και στο Μέγα
Σπήλαιο.
Σπήλαιο.
Από την εκτέλεση, ανάμεσα στα θύματα, επέζησαν 13 μάρτυρες των γεγονότων.
«Ο Νίκος Φερλελής, ένας από τους επιζήσαντες αφηγείται: “Εκεί που καθόμασταν στη λάκκα [το μέρος που είχαν συγκεντρώσει τους άντρες] όλοι
οι άντρες, μας έκαναν νόημα να σηκωθούμε. Και μόλις έπεσαν οι
φωτοβολίδες, άρχισαν να μας "θερίζουν" με τα μυδράλλια. Όταν πέσαμε
όλοι, πλησίασαν οι Γερμανοί με τα πόδια να βουλιάζουν στο αίμα και σ'
έναν-έναν έδιναν τη χαριστική βολή. Εγώ είχα μείνει ζωντανός. Δυο
αδέρφια ακόμα και κάποιοι άλλοι δίπλα μου. Μιαμιάμισυ ώρα είχε κρατήσει η
εκτέλεση κι άλλες δυο και περισσότερο η χαριστική βολή. Είχα ένα
γείτονα που ζούσε ακόμα και μου λέει: έρχεται η σειρά μας. Εμένα είχε
πιαστεί, η αναπνoή και δεν μπορούσα να μιλήσω. Φτάνoυν σε μας, δίνουν
δυo πιστoλιές στο γείτονά μου, στο κεφάλι - τον αποτέλειωσαν. Πετάχτηκαν
τα αίματά του απάνω μου. Εμένα, όπως είχα το χέρι στο κεφάλι, μου
δίνουν μια πιστολιά, η σφαίρα τρύπησε το χέρι μου και με λάβωσε στο
μέτωπο. Λέω - πάλι τη γλύτωσα. Δεν πέθανα. Μετά από καμιά δεκαριά λεπτά,
έρχεται άλλος, με γραπώνει απ' το γιακά, μου γυρίζει το πρόσωπο και μου
δίνει άλλη μια πιστολιά. Να εδώ, στην κoρφή. Έμεινα για λίγο
αναίσθητος. Είχα μουδιάσει ολόκληρος. Τέλος φύγανε. Ανασηκώθηχα τότε
ανάμεσα στους σκοτωμένους, κοιτάω και βλέπω από κείνο το δρομάκι εκεί
ερχόταν η μάνα μου. Μου λέει - πού είναι οι άλλοι; Είχα άλλα δυο
αδέρφια, το Βασίλη και τον Κίμωνα. Bρήκαμε τον έναν, ύστερα και τον
άλλον σκοτωμένους. Έφυγα από κει, και θυμάμαι πάταγα μέσ' στο αίμα και
το πόδι μου βούλιαζε ως το γόνα. Το αίμα κύλαγε ποτάμι, είχε φτάσει ως
κάτω στο δρόμο ... »
(Π. Ανταίος, Μαύρη Βίβλος της Κατοχής, Αθήνα 1999)
Στην
πόλη οι φλόγες περιζώνουν το δημοτικό σχολείο. Γυναίκες και παιδιά σε
αλλοφροσύνη παραβιάζουν τις κλειδωμένες πόρτες ή πηδάνε από τα
παράθυρα...
Δεν
βλέπουν πουθενά τους άντρες. Αργά το μεσημέρι μαθαίνουν το κακό της
μαζικής εκτέλεσης. Ανηφορίζουν την πλαγιά και παγώνουν από το φρικτό
θέαμα που αντικρίζουν! Οδυρμός και θρήνος...
Την
επόμενη μέρα θρηνώντας απελπισμένα μεταφέρουν τους αγαπημένους νεκρούς
σέρνοντάς τους πάνω στις κουβέρτες που εκείνοι είχαν πάρει μαζί τους,
κατά τις διαταγές...
Οι αποδεκατισμένες οικογένειες φτιάχνουν πρόχειρα καταλύματα για να μείνουν - είναι και χειμώνας!...
Η πόλη καπνίζει ακόμα από τις φωτιές στα ερείπια. Δυο μέρες κράτησαν οι ταφές. Ατέλειωτες μέρες ο θρήνος...
πηγές:
Το σπίτι των ηρώων μας, Δημοτικό Μουσείο Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος, Καλάβρυτα 2006
Μαρτυρική πόλη Καλαβρύτων-φωτογραφικό λεύκωμα, Δήμος Καλαβρύτων, Καλάβρυτα 2003
Χρίστος Α. Φωτεινόπουλος, Το Σχολείο στο Εκτελεστικό Απόσπασμα, Δήμος Καλαβρύτων-
Μουσείο Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος-Βιβλιοθήκη Σχολικού Συγκροτήματος Β΄/θμιας Εκπαίδευσης «Ευσέβιος Κηπουργός, Καλάβρυτα 2004
Μανώλης Γλέζος, Εθνική Αντίσταση 1940-1945, Στοχαστής, Αθήνα χ.χ.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου