Μητάτα 1859
Μία άλλη εκδοχή της γνωστής ιστορίας, που λένε για τους Κυθηρίους, όπως αναφέρεται σε παλαιό έγγραφο, σύμφωνα με μία ανταπόκριση από τη Νέα Υόρκη της εφημερίδας ΚΥΘΗΡΑΪΚΗ ΔΡΑΣΙΣ.
Υπό Π. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ ή ΚΑΓΑΡΕΛΑ (ΣΚΙΤΣΟ: † ΒΑΣ. ΧΑΡΟΣ)
Λίγα είναι τα νησιά ή τα λοιπά μέρη της Ελλάδος, για τους κατοίκους των όποιων δεν υπάρχει και ένα ανέκδοτο ή μια παροιμία, που να τους πειράζη. Για μας τους Τσιριγώτες λένε πως βάλαμε τη σαρδέλα στο κλουβί για να κελαϊδήση—ότι δηλαδή είμαστε τέτοια κούτσουρα, που δεν ξεχωρίζομε την σαρδέλα από το αηδόνι. Φυσικά, όσοι παίρνουν την παροιμία απ’ αυτή την εκδοχή, δεν γνωρίζουν την προέλευσί της. Γι’ αυτό θα γράψω σήμερα το Ιστορικό της σαρδέλας, όπως το βρήκα μεταξύ των σημειωμάτων Κυθηρίου πολιτευτού, μακαρίτου πλέον, παρμένο — όπως γράφει ό πολιτευτής — από χειρόγραφο κάποιου λογίου Καλούτση.Κατά το 1859, γράφει ο Καλούτσης, ένας Άγγλος λόρδος, αντιπρόσωπος του αρμοστού Επτανήσου που είχε την έδρα του εις την Κέρκυραν, ήλθε στα Κύθηρα διά την υπηρεσιακήν περιοδείαν. Απεβιβάσθη λοιπόν εις το Καψάλι περί τα μέσα Ιουλίου και άρχισε να διασχίζη το νησί μας. Φυσικά, οι κάτοικοι όπου περνούσε και όπου πήγαινε του έκαναν μεγάλη υποδοχή και τον φιλοξενούσαν όσον μπορούσαν καλύτερα. Κατά την περιοδείαν του πήγε και στο χωριό Μητάτα, όπου ο προύχων τού ετοίμασε το καλύτερο δυνατό γεύμα. Έσφαξε κοτόπουλα, κουνέλια, πιτσούνια και μεταξύ των άλλων παρήγγειλε και έφεραν από τον Αυλαίμονα και ωραία λαχταριστά ψάρια, που πολύ άρεσαν στον λόρδο. Τα περίφημα μαύρα κρασιά του χωριού έκαμαν εξαιρετική εντύπωσι στον Άγγλο (φαίνεται ότι- από τότε οι Άγγλοι ήσαν «κατοσταράκηδες» σαν τους σημερινούς), ο οποίος επίσης πολύ ευχαριστήθηκε από τα ωραία ροδάκινα των Μητάτων και από την όλην περιποίησιν που βρήκε εκεί. Εις το τέλος του γεύματος ο φιλοξενούμενος Άγγλος έπιασε ένα από τα ψάρια που περισσέψανε στο τραπέζι και το έδειχνε στη γάτα του σπιτιού, που καμαρωτή κι αδιάκριτη, τριβόταν στα πόδια του νιαουρίζοντας. Της το πλησίαζε, το απεμάκρυνε και η γάτα για να το αρπάξη, πότε στεκόταν όρθια, πότε σαλτάριζε, πράγμα που φαινόταν στον Άγγλο, πολύ κωμικό. Οι γύρω γελούσαν φυσικά, όχι τόσο για τα καμώματα της γάτας, όσον για να ικανοποιούν τον ξένο τους, ο οποίος, στραφείς προς τον οικοδεσπότην και προφανώς διά να τον ειρωνευθή, του λέγει:
— Εμείς εκεί στην Αγγλία μαθαίνομε χορό τις γάτες μας. Οι δικές σας δεν ξέρουν να χορεύουν ωραία. — Μπράβο, απαντά ο πονηρός Μητατιώτης. Είσθε λαός σπουδαίος. Πού να σας μοιάσωμεν. Εμείς δεν ξέρομεν οι ίδιοι χορό….
Ο λόρδος συμπλήρωσε έπειτα την περιοδεία του και αφού πέρασαν αρκετές μέρες ήλθε και πάλιν εις τα Μητάτα, κατευθυνόμενος προς τον Αυλαίμονα για να φύγη. Ο ίδιος προύχων των Μητάτων ετοίμασε και πάλιν το τραπέζι, πλούσιον όπως και πρώτα και αφού τελείωσαν, εκάλεσε τον λόρδον να θαυμάσουν τα ωραία τοπία του χωριού και να κόψη ο ίδιος από τα ωραία φρούτα του κήπου του. Ο Άγγλος εδέχθη και ο προύχων τον ωδήγησε εις μίαν ωραίαν συκιάν με άσπρα Αυγουστιάτικα. Αλλά καθώς ο Άγγλος πήγε να κόψη το δεύτερο σύκο, βλέπει να κρέμεται εις τους κλώνους της συκιάς ένα κλουβί. Εστάθη και άρχισε να το περιεργάζεται. Μέσα είχε μια παστή σαρδέλα, αντί πουλιού.
— Μπα! λέγει εις τον συνοδόν του. Σαρδέλες βάζετε στο κλουβί ;
— Και γιατί όχι ; απαντά ο προύχων.
— Μα κελαϊδάνε ;
— Κοφός, γιαμό, είσαι, μυλόρδε μου ; Δεν την ακούς, που ξεταλαγιάζει την ρεματιά από το τραγούδι της; Εξεπλάγη ο λόρδος.
— Δεν μου κατεβάζεις, σε παρακαλώ το κλουβί να το θαυμάσω και από κοντά;
— Άλλο τίποτε. Και ευθύς του κατέβασε το κλουβί, όπου η σαρδέλα, τεντωμένη εις ένα μικρό ξυλάκι, είχε δεμένο στο στόμα της ένα ολοζώντανο τζίτζικα.
— Ου να κουρεύεσαι! λέγει ο Άγγλος. Βρήκες άνθρωπο να γελάσης. Τζίτζικας δεν είναι εκεί δεμένος και τραγουδεί;
— Τζίτζικας είναι, μυλόρδε μου. Τί ήθελες να δέσω, καμιά γάτα να μου τη φάη;
— Μα δεν τραγουδεί λοιπόν η σαρδέλα ;
— Αυτό είναι άλλος λογαριασμός, μυλόρδε. Όταν κι’ οι δικές σας γάτες χορέψουνε χωρίς ψαροκόκκαλο, τότε ασφαλώς και οι δικές μας σαρδέλες θα τραγουδήσουνε χωρίς τζίτζικα..,
— Και γιατί όχι ; απαντά ο προύχων.
— Μα κελαϊδάνε ;
— Κοφός, γιαμό, είσαι, μυλόρδε μου ; Δεν την ακούς, που ξεταλαγιάζει την ρεματιά από το τραγούδι της; Εξεπλάγη ο λόρδος.
— Δεν μου κατεβάζεις, σε παρακαλώ το κλουβί να το θαυμάσω και από κοντά;
— Άλλο τίποτε. Και ευθύς του κατέβασε το κλουβί, όπου η σαρδέλα, τεντωμένη εις ένα μικρό ξυλάκι, είχε δεμένο στο στόμα της ένα ολοζώντανο τζίτζικα.
— Ου να κουρεύεσαι! λέγει ο Άγγλος. Βρήκες άνθρωπο να γελάσης. Τζίτζικας δεν είναι εκεί δεμένος και τραγουδεί;
— Τζίτζικας είναι, μυλόρδε μου. Τί ήθελες να δέσω, καμιά γάτα να μου τη φάη;
— Μα δεν τραγουδεί λοιπόν η σαρδέλα ;
— Αυτό είναι άλλος λογαριασμός, μυλόρδε. Όταν κι’ οι δικές σας γάτες χορέψουνε χωρίς ψαροκόκκαλο, τότε ασφαλώς και οι δικές μας σαρδέλες θα τραγουδήσουνε χωρίς τζίτζικα..,
Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο Τσιριγώτης των Μητάτων επλήρωσε τον επισκέπτη του με το ίδιον αυτού νόμισμα, προ 89 ετών.
Νέα Υόρκη, Φεβρουάριος 1948. ΠΑΝ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΣ ή ΚΑΓΑΡΕΛΑΣ
Σημείωση «Κ»:
*Η εκδοχή αυτή δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΚΥΘΗΡΑΪΚΗ ΔΡΑΣΙΣ, 15.2.1948 και την υπενθύμισε σε μας ο φίλος καθηγητής κ. Νίκος Γλυτσός. Είχαμε σκοπό να την δημοσιεύσουμε σε ένα προσεχές φύλλο της έντυπης έκδοσης, όπως και θα γίνει, όμως προηγείται η ανάρτηση στην ηλεκτρονική μας έκδοση, καθώς βρέθηκαν 2-3 περίεργοι από τους άνω των 1000 αναγνωστών του αφιερώματός μας στην έκδοση dikastiko.grτου φίλου Παν. Στάθη-Σπιθέα, οι οποίοι ρωτούσαν τι ακριβώς έκαναν oι Τσιριγώτες και έβαλαν τη σαρδέλα στο κλουβί να κελαηδήσει, κάτι το οποίο θεωρούσαν μάλλον ….ευήθεια. Για την ακρίβεια υπάρχουν άλλες 3-4 εκδοχές της ιστορίας, τις οποίες θα αναφέρουμε σε άλλη ευκαιρία. Ο αναφερόμενος παραπάνω Κυθήριος από τη Νέα Υόρκη, Παν. Καλλίγερος ή Καγαρέλας ήταν θείος του πατέρα του εκδότη των «Κ» Ε.Π.Καλλίγερου, του οποίου μάλιστα έφερε και το όνομα.
ΠΗΓΗ https://www.kythiraika.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου