ΓΡΑΠΤΟΝ ΘΕΙΟΝ ΚΗΡΥΓΜΑ
Ἀρχοντόπουλο ἦταν. Τίποτε δέν τοῦ ἔλειπε. Σέ παλάτι ζοῦσε. Ὅ,τι εὐχαριστοῦσε τήν ψυχή του, στήν διάθεση του τό εἶχε. Καί πάνω ἀπ' ὅλα ἕναν πατέρα... τί πατέρα! Ἄρχοντα μ' ὅλη τή σημασία τῆς λέξης. Καί στό γένος καί προπάντων στήν καρδιά.
Κι ὅμως! Ὁ νεώτερος γιός τῆς παραβολῆς, τό ἀρχοντόπουλο γιά τό ὁποῖο μιλᾶμε, θέλησε νά κάνει τή δική του ἐπανάσταση. Φτάνουν πλέον τά δεσμά τῆς πατρικῆς προστασίας. Τώρα πιά θά ἔκανε τή δική του ζωή, ἐλεύθερος καί ὡραῖος!
-Πατέρα, δός μου ὅ,τι μοῦ ἀνήκει ἀπό τήν περιουσία.
Τό ‘κανε ὁ πατέρας. Χωρίς ἀντιλογία. Μοίρασε τήν περιουσία στά δύο καί τήν ἔδωσε στά δύο του παιδιά. Δέν πέρασαν πολλές μέρες καί τό νέο παλληκάρι, ἀφοῦ μάζεψε ὅλα ὅσα τοῦ ‘δωσε ὁ πατέρας, σηκώθηκε καί ἔφυγε πέρα, μακριά. Σέ χώρα ἄγνωστη, ξένη καί μακρινή. Κι ἐκεῖ ἄρχισε νά ζεῖ τήν ζωή του....ὅλα μαγικά, ἐξωτικά! Νέος ἦταν, λεφτά εἶχε...
Πέρασε καιρός. Κι ἐκεῖνος μές τήν τρέλλα! Ἔλα ὅμως πού τά λεφτά ὅσα καί ἄν ἦταν κάποτε ἄρχισαν νά λιγοστεύουν, νά σώνονται. Τελειῶσαν ... τώρα;
Τό ‘κανε ὁ πατέρας. Χωρίς ἀντιλογία. Μοίρασε τήν περιουσία στά δύο καί τήν ἔδωσε στά δύο του παιδιά. Δέν πέρασαν πολλές μέρες καί τό νέο παλληκάρι, ἀφοῦ μάζεψε ὅλα ὅσα τοῦ ‘δωσε ὁ πατέρας, σηκώθηκε καί ἔφυγε πέρα, μακριά. Σέ χώρα ἄγνωστη, ξένη καί μακρινή. Κι ἐκεῖ ἄρχισε νά ζεῖ τήν ζωή του....ὅλα μαγικά, ἐξωτικά! Νέος ἦταν, λεφτά εἶχε...
Πέρασε καιρός. Κι ἐκεῖνος μές τήν τρέλλα! Ἔλα ὅμως πού τά λεφτά ὅσα καί ἄν ἦταν κάποτε ἄρχισαν νά λιγοστεύουν, νά σώνονται. Τελειῶσαν ... τώρα;
Καί νά 'ταν μόνο αὐτό; Μεγάλη πεῖνα ἔπεσε στήν μακρινή χώρα ἐκείνη. Καί λοιπόν, ἄρχισε νά πεινάει τό ξεπεσμένο πιά ἀρχοντόπουλο!
“Θά δουλέψω”, σκέφθηκε. Ποῦ ὅμως νά βρεῖ δουλειά; πῆγε σέ ἕνα ἀφεντικό κι ἐκεῖνος τόν ἔστειλε στούς ἀγρούς νὰ βόσκει ..χοίρους! Τί νά κάνει; Τουλάχιστον νά τρώει χαρούπια πού ἔτρωγαν οἱ χοῖροι. Πού ὅμως, οὔτε αὐτά τοῦ ἐπέτρεπαν νά τρώει...
Καημένο ἀρχοντόπουλο, ποῦ κατάντησες!
“Ποῦ κατάντησα” σκέφθηκε, σάν ξύπνησε ἀπ' τόν λήθαργο πού βρισκόταν ὅλα αὐτά τά χρόνια. ”Οἱ δοῦλοι τοῦ πατέρα μου νά ἔχουν νά τρῶνε πλούσια, κι ἐγώ τό παιδί του, νά 'μαι σέ αὐτά τά χάλια... Θά σηκωθῶ, θά πάω πίσω στόν πατέρα μου καί θά τοῦ πῶ: Πατέρα, ἁμάρτησα στόν οὐρανό καί μπροστά σου. Δέν εἶμαι ἄξιος νά ὀνομάζομαι γιός σου, κάνε με δοῦλο σου”.
Σηκώθηκε. Πῆρε τόν δρόμο τοῦ γυρισμοῦ. Σκυφτός, ἐλεεινός, σκοτωμένος.
Βρισκόταν ἀκόμα μακριά, ὅταν ὁ πατέρας του τόν εἶδε, καί ἔτρεξε καί ἄνοιξε τήν ἀγκαλιά του νά πέσει μέσα στό βρώμικο, στό ἄσωτο παιδί του. Τό ἀγκάλιασε καί ἄρχισε νά τό φιλᾶ.
- Πατέρα ἁμάρτησα στόν οὐρανό καί σέ σένα, δέν εἶμαι ἄξιος...
- Μπρός, λοιπόν (ἡ ἐντολή πρός τούς ὑπηρέτες)! Βγάλτε τήν ἐπίσημη φορεσιά, αὐτήν πού φοροῦσε πρίν φύγει, καί ντύστε τον. Δῶστε του καί τό δακτυλίδι, ὅπως φοροῦν τά ἀρχοντόπουλα. Καί ὑποδήματα στά πόδια, μήν εἶναι ξυπόλητος σάν σκλάβος. Σφάξτε καί τό θρεφτάρι πού ἔχουμε, νά φᾶμε , νά χαροῦμε, νά γιορτάσουμε μέ τραγούδια καί χορούς. Γιατί τό παιδί μου αὐτό ἦταν νεκρό καί ἀναστήθηκε, χαμένο καί βρέθηκε!
Καί τό πανηγύρι ἄρχισε...
Ἐκεῖ κατάντησε ὁ νέος τῆς παραβολῆς, πού εἶπε ὁ Χριστός μας. Τό ἀρχοντόπουλο, τό βασιλόπαιδο. Νά βόσκει γουρούνια, νά θέλει νά τρώει ἀπό τά ξυλοκέρατα πού ἔτρωγαν τά ζῶα καί κανείς νά μήν τοῦ δίνει... Ἀλλά μέ τήν εἰλικρινῆ καί ριζική μετάνοιά του καί τήν σταθερή ἀπόφασι τῆς ἐπιστροφῆς του στήν πατρική ἑστία κέρδισε τό πολύτιμο ἀγαθό τῆς σωτηρίας, ἀπόλαυσε τίς ἀνεκλάλητες χαρές τοῦ Παραδείσου.
Δέν εἶναι, ἀγαπητοί μου χριστιανοί, τυχαῖα λόγια αὐτά τοῦ Κυρίου. Ζυγισμένα ἕνα πρός ἕνα εἶναι καί πέρα ὡς πέρα ἀληθινά, ἀφοῦ δείχνουν ποῦ ὁδηγεῖ ἡ ἁμαρτία τόν ἄνθρωπο. Τόν ἄνθρωπο, πού ὅταν μέν βρίσκεται κοντά στόν Θεό, τόν Πατέρα του, εἶναι ἄρχοντας, ἡ ἁμαρτία ὅμως τόν φέρνει στὴν κατάντια νά βόσκει κι αὐτός μαζί με τά πιό βρωμερά ζῶα. Ἄθλιος, ἐλεεινός, βρώμικος, κουρελιάρης. Φαίνεται ὄμορφη, ἑλκυστική ἡ ἁμαρτία. Ἀλλά τό κατάντημα της εἶναι αὐτό: Ζωώδης κατάσταση. Ξυλοκέρατα νά ζητιανεύεις καὶ οὔτε αὐτά νά ΄χεις.
Ὅμως, ἀγαπητέ μου ἀδελφέ, σέ σένα καί σέ μένα δέν ταιριάζει ἡ κατάσταση αὐτή. Δεν εἶναι αὐτές οἱ προδιαγραφές μας. Εἴμαστε θεόπλαστα πρόσωπα. Ἄνθρωποι λογικοί. Παιδιά τοῦ Θεοῦ. Ἀρχοντόπουλα τοῦ οὐρανοῦ. Ἄς μήν τό ξεχνᾶμε ποτέ αὐτό. Ποτέ!
“Θά δουλέψω”, σκέφθηκε. Ποῦ ὅμως νά βρεῖ δουλειά; πῆγε σέ ἕνα ἀφεντικό κι ἐκεῖνος τόν ἔστειλε στούς ἀγρούς νὰ βόσκει ..χοίρους! Τί νά κάνει; Τουλάχιστον νά τρώει χαρούπια πού ἔτρωγαν οἱ χοῖροι. Πού ὅμως, οὔτε αὐτά τοῦ ἐπέτρεπαν νά τρώει...
Καημένο ἀρχοντόπουλο, ποῦ κατάντησες!
“Ποῦ κατάντησα” σκέφθηκε, σάν ξύπνησε ἀπ' τόν λήθαργο πού βρισκόταν ὅλα αὐτά τά χρόνια. ”Οἱ δοῦλοι τοῦ πατέρα μου νά ἔχουν νά τρῶνε πλούσια, κι ἐγώ τό παιδί του, νά 'μαι σέ αὐτά τά χάλια... Θά σηκωθῶ, θά πάω πίσω στόν πατέρα μου καί θά τοῦ πῶ: Πατέρα, ἁμάρτησα στόν οὐρανό καί μπροστά σου. Δέν εἶμαι ἄξιος νά ὀνομάζομαι γιός σου, κάνε με δοῦλο σου”.
Σηκώθηκε. Πῆρε τόν δρόμο τοῦ γυρισμοῦ. Σκυφτός, ἐλεεινός, σκοτωμένος.
Βρισκόταν ἀκόμα μακριά, ὅταν ὁ πατέρας του τόν εἶδε, καί ἔτρεξε καί ἄνοιξε τήν ἀγκαλιά του νά πέσει μέσα στό βρώμικο, στό ἄσωτο παιδί του. Τό ἀγκάλιασε καί ἄρχισε νά τό φιλᾶ.
- Πατέρα ἁμάρτησα στόν οὐρανό καί σέ σένα, δέν εἶμαι ἄξιος...
- Μπρός, λοιπόν (ἡ ἐντολή πρός τούς ὑπηρέτες)! Βγάλτε τήν ἐπίσημη φορεσιά, αὐτήν πού φοροῦσε πρίν φύγει, καί ντύστε τον. Δῶστε του καί τό δακτυλίδι, ὅπως φοροῦν τά ἀρχοντόπουλα. Καί ὑποδήματα στά πόδια, μήν εἶναι ξυπόλητος σάν σκλάβος. Σφάξτε καί τό θρεφτάρι πού ἔχουμε, νά φᾶμε , νά χαροῦμε, νά γιορτάσουμε μέ τραγούδια καί χορούς. Γιατί τό παιδί μου αὐτό ἦταν νεκρό καί ἀναστήθηκε, χαμένο καί βρέθηκε!
Καί τό πανηγύρι ἄρχισε...
Ἐκεῖ κατάντησε ὁ νέος τῆς παραβολῆς, πού εἶπε ὁ Χριστός μας. Τό ἀρχοντόπουλο, τό βασιλόπαιδο. Νά βόσκει γουρούνια, νά θέλει νά τρώει ἀπό τά ξυλοκέρατα πού ἔτρωγαν τά ζῶα καί κανείς νά μήν τοῦ δίνει... Ἀλλά μέ τήν εἰλικρινῆ καί ριζική μετάνοιά του καί τήν σταθερή ἀπόφασι τῆς ἐπιστροφῆς του στήν πατρική ἑστία κέρδισε τό πολύτιμο ἀγαθό τῆς σωτηρίας, ἀπόλαυσε τίς ἀνεκλάλητες χαρές τοῦ Παραδείσου.
Δέν εἶναι, ἀγαπητοί μου χριστιανοί, τυχαῖα λόγια αὐτά τοῦ Κυρίου. Ζυγισμένα ἕνα πρός ἕνα εἶναι καί πέρα ὡς πέρα ἀληθινά, ἀφοῦ δείχνουν ποῦ ὁδηγεῖ ἡ ἁμαρτία τόν ἄνθρωπο. Τόν ἄνθρωπο, πού ὅταν μέν βρίσκεται κοντά στόν Θεό, τόν Πατέρα του, εἶναι ἄρχοντας, ἡ ἁμαρτία ὅμως τόν φέρνει στὴν κατάντια νά βόσκει κι αὐτός μαζί με τά πιό βρωμερά ζῶα. Ἄθλιος, ἐλεεινός, βρώμικος, κουρελιάρης. Φαίνεται ὄμορφη, ἑλκυστική ἡ ἁμαρτία. Ἀλλά τό κατάντημα της εἶναι αὐτό: Ζωώδης κατάσταση. Ξυλοκέρατα νά ζητιανεύεις καὶ οὔτε αὐτά νά ΄χεις.
Ὅμως, ἀγαπητέ μου ἀδελφέ, σέ σένα καί σέ μένα δέν ταιριάζει ἡ κατάσταση αὐτή. Δεν εἶναι αὐτές οἱ προδιαγραφές μας. Εἴμαστε θεόπλαστα πρόσωπα. Ἄνθρωποι λογικοί. Παιδιά τοῦ Θεοῦ. Ἀρχοντόπουλα τοῦ οὐρανοῦ. Ἄς μήν τό ξεχνᾶμε ποτέ αὐτό. Ποτέ!
Πρεσβ. π. Παῦλος Καλλίκας
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου