Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2020

Γιώργος Χατζηνίκος: ο εμβληματικός δάσκαλος της κλασικής μουσικής που λείπει

Ο Γεώργιος Χατζηνίκος διευθύνει την Orchestra Sinfonica Nazionale della RAI di Torino σε συναυλία αφιέρωμα στα 15 χρόνια από το θάνατο του Γιάννη Χρήστου στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού.

Ένας σπουδαίος μουσικός,πιανίστας,διευθυντής ορχήστρας,παιδαγωγός

και Κυθήριος (εξ αγχιστείας).

Με αφορμή την επέτειο του θανάτου του, ο Φώτιος Καλιαμπάκος θυμάται και γράφει για τα θαυμαστά έργα και τις ημέρες ενός εμπνευσμένου μαέστρου, σολίστα και δασκάλου που έλαμψε και στο εξωτερικό.


Ηταν πριν από πέντε χρόνια, στις 29 Νοεμβρίου 2015, όταν ο εμβληματικός Έλληνας μουσικός Γιώργος Χατζηνίκος πέθανε από ανακοπή καρδιάς στην Αθήνα. Η κηδεία του είχε γίνει στο Νεκροταφείο του Βύρωνα, παρουσία πολλών μαθητών του, οι οποίοι έσπευσαν από πολλά μέρη της Ελλάδας αλλά και του εξωτερικού για να του αποτίσουν τον ύστατο φόρο τιμής, και προσωπικοτήτων από το χώρο της μουσικής. Ο Γεώργιος 

(Τζώρτζης) Χατζηνίκος γεννήθηκε στο Βόλο στις 3 Μαΐου του 1923, σπούδασε στο Ωδείο Βόλου της Αννέτας Τσολάκη και, μετά την μετεγκατάσταση της οικογένειας στην Αθήνα το 1934, στο Ωδείο Αθηνών. Το 1940 πέρασε πέμπτος μεταξύ χιλιάδων υποψηφίων στη Νομική Αθηνών, αλλά ο πόλεμος διέκοψε βίαια τις σπουδές του. Αναγκάστηκε να καταφύγει στο Χόρτο Πηλίου, όπου η οικογένεια διατηρούσε εξοχικό σπίτι, εφόσον, από την πλευρά του πατέρα του, καταγόταν από την Αργαλαστή.

Μόνο μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου κατάφερε να συνεχίσει τις μουσικές του σπουδές στη διάσημη μουσική Ακαδημία Μοτσαρτέουμ του Ζάλτσμπουργκ, από την οποία αποφοίτησε με διπλώματα και διάκριση στη διεύθυνση ορχήστρας και ένα χρόνο αργότερα στο πιάνο (1948-49). Μετά την αποφοίτησή του από το Μοτσαρτέουμ, εγκαταστάθηκε για έναν χρόνο στο Μόναχο, όπου και γνωρίστηκε μέσω του κορυφαίου μουσικολόγου Θρασύβουλου Γεωργιάδη με τον συνθέτη Carl Orff. Στη συνέχεια παρακολούθησε ανώτερα μαθήματα στη Hochschule του Αμβούργου με τον διάσημο Eduard Erdmann.

Ο Γεώργιος Χατζηνίκος ερμηνεύει το 2ο Κοντσέρτο για πιάνο του Νίκου Σκαλκώτα υπό τη διεύθυνση του Μιλτιάδη Καρύδη στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών 1962 στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού.

Ακολούθησε μια μεγάλη καριέρα ως σολίστας και μαέστρος με εμφανίσεις σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες, καθώς και στη Σοβιετική Ένωση, Ινδία, Βόρειο και Νότιο Αμερική, και Αφρική. Συνεργάστηκε με κορυφαίες ορχήστρες, ανάμεσά τους η Φιλαρμονική Ορχήστρα του Βερολίνου, η Συμφωνική Ορχήστρα του BBC, η Τόνχαλε της Ζυρίχης, των ραδιοφωνιών της Γαλλίας, του Αμβούργου, της Βιέννης, αλλά και με όλες τις ελληνικές (Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης, Ορχήστρα της ΕΡΤ) υπό τη διεύθυνση μυθικών μαέστρων όπως οι Σέρχεν, Ντοράτι, Μπαρμπιρόλι, Μπουρ, και των συμπατριωτών μας Μιλτιάδη Καρύδη, Δημήτρη Χωραφά, Ανδρέα Παρίδη και Σόλωνα Μιχαηλίδη. Ως σολίστας παρουσίαζε τα κυριότερα Κοντσέρτα του ρεπερτορίου, μεταξύ άλλων, των Μπραμς, Λιστ, Σούμαν, Μπετόβεν, Χατσατουριάν, Τσαϊκόφσκι, Ραχμάνινοφ, Μπάρτοκ, Σοπέν, Σένμπεργκ, Φράνκ, και Ραβέλ.

 Οι ερμηνείες του αφορούσαν όλο το εύρος του ρεπερτορίου της κλασσικής μουσικής, ενώ ιδιαίτερα διακρίθηκε στα έργα σύγχρονών του συνθετών και συνθετών του πρώιμου εικοστού αιώνα, όπως οι Σένμπεργκ, Μπάρτοκ, Στραβίνσκυ, Ορφ, Μπέργκ, Βέμπερν, Ξενάκης, Λίγκετι και Τακεμίτσου.


Ο Χατζηνίκος είχε υπάρξει στενός φίλος και συνεργάτης με μια πλειάδα σημαντικών προσωπικοτήτων της παγκόσμιας μουσικής σκηνής.

Η συμβολή του Χατζηνίκου όχι μόνο στη διάσωση αλλά και την έκδοση και κυρίως την ερμηνεία των έργων του Σκαλκώτα υπήρξε καθοριστική. Έδωσε πολλές παγκόσμιες και ευρωπαϊκές πρεμιέρες έργων του συνθέτη, είτε ως σολίστ είτε ως μαέστρος, ανάμεσά τους και τα τρία Κοντσέρτα για Πιάνο και το Κοντσέρτο για Κοντραμπάσο. Η πολυσχιδής σχέση του με τον Σκαλκώτα αποτέλεσε την πηγή του βιβλίου του Νίκος Σκαλκώτας. Μια ανανέωση στην προσέγγιση της μουσικής σκέψης και ερμηνείας (Νεφέλη, Αθήνα 2006). Η συμβολή του στην μουσική της κλασσικής περιόδου αποτυπώνεται στο δεύτερο βιβλίο του Το ρετσιτατίβο στις όπερες του Mozart. Πυξίδα για την αναγέννηση της μουσικής αντίληψης (Νεφέλη, Αθήνα 2007).


Η γνωριμία του στη Μόσχα το 1959, κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης περιοδείας του στην πάλαι ποτέ Σοβιετική Ένωση, με τον θρυλικό πιανίστα και παιδαγωγό Χάινριχ Νόιχαουζ, στάθηκε σημαδιακή για την μετέπειτα πορεία του Χατζηνίκου ως παιδαγωγού με μια πλειάδα μαθητών όλων των οργάνων από πάνω από μία γενιές Ελλήνων και ξένων μουσικών. 

Στον επόμενο σταθμό της πορείας του, τη Γαλλία, η γνωριμία και μαθήτευσή του πλάι στο ζεύγος Τσαβτσαβάτζε θα τον μυήσει στη ρωσική και γαλλική μουσική.


Για πολλές δεκαετίες η εκπαιδευτική και σολιστική του δραστηριότητα έφερε τον Γιώργο Χατζηνίκο σε πολλές χώρες,

Επόμενος και τελευταίος σταθμός, με μία μόνο σύντομη διαμονή στην Ελβετία, υπήρξε το Μάντσεστερ στην Αγγλία, όπου ο Χατζηνίκος μετακόμισε το 1961 αφού δέχθηκε την πρόταση να γίνει καθηγητής στο εκεί Βασιλικό Κολλέγιο Μουσικής. Παράλληλα με την παιδαγωγική του δραστηριότητα, διηύθυνε με την τοπική (στο ομώνυμο προάστιο του Μάντσεστερ) Bury Symphony Orchestra της οποίας ηγείτο επί 13 χρόνια, τις κυριότερες όπερες του Μότσαρτ και τον Φιντέλιο του Μπετόβεν, καθώς και δεκάδες συμφωνικά προγράμματα από όλο το εύρος του ρεπερτορίου. Παράλληλα, ιδρύει σύνολα μουσικής δωματίου και χορωδίες με τα οποία παρουσιάζει στο Αγγλικό κοινό σημαντικές πρεμιέρες έργων, όπως τα «Κάρμινα Μπουράνα» του Ορφ, τον «Pierrot Lunaire», την «Ωδή στο Ναπολέοντα» και «Σερενάτα» του Σένμπεργκ, την «Ιστορία του Στρατιώτη» και τον «Γάμο» του Στραβίνσκι και πολλά άλλα. 

Για πολλές δεκαετίες η εκπαιδευτική και σολιστική του δραστηριότητα τον έφερε σε πολλές χώρες, όπως η Βραζιλία, η Ινδία, η Νότιος Αφρική. Σε μια μεγάλη περιοδεία στις ΗΠΑ, από το Λος Άντζελες μέχρι τη Νέα Υόρκη και τα φεστιβάλ του Τάνγκελγουντ της Μασαχουσέτης και του Βερμόντ, ο Χατζηνίκος παρουσίασε έργα κλασσικών και σύγχρονών συνθετών δίπλα σε έργα του Νίκου Σκαλκώτα. Στην περιοδεία του αυτή γνώρισε εξέχοντες μουσικούς όπως η Ρόζαλιν Τούρεκ και ο Ρούντολφ Σέρκιν. 

Από το 1983 υπήρξε καλλιτεχνικός διευθυντής του ετήσιου θερινού φεστιβάλ μουσικής του Κοινωφελούς Ιδρύματος «Γ. Αγγελίνης – Πία Χατζηνίκου», που ίδρυσε η αδελφή του Πία Χατζηνίκου-Αγγελίνη στο Χόρτο του Πηλίου, όπου ο Χατζηνίκος είχε περάσει, όπως προαναφέραμε, τα πέτρινα χρόνια της κατοχής με μόνη παρηγοριά τη μουσική.


Ο Γεώργιος Χατζηνίκος με τον Μιλτιάδη Καρύδη μετά από συναυλία με το 2ο Κοντσέρτο για πιάνο του Νίκου Σκαλκώτα στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών 1962 στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού.

Όλα αυτά αφορούν το δυσαναπλήρωτο κενό που αφήνει πίσω του ο εμβληματικός μουσικός. Νομίζουμε, όμως, ότι η έμφαση πρέπει να δοθεί όχι στην απουσία αλλά στην παρουσία, στην κληρονομιά που αφήνει πίσω του ο Χατζηνίκος. Πέραν λοιπόν από τα βιβλία και τις ηχογραφήσεις του τα οποία αφορούν τους πάντες, αυτή συνίσταται κυρίως στην προσφορά του στους μαθητές του από τους οποίους ήδη λείπει και περισσότερο. 

Πέραν από την αμιγώς διδακτική προσφορά ενός διακεκριμένου δασκάλου του πιάνου και της διεύθυνσης ορχήστρας και την ανεκτίμητη ανθρώπινη επαφή για την οποία είναι ευγνώμονες οι μαθητές του, υπάρχει μια ακόμα σημαντική διάσταση αυτής της προσφοράς, μια και ο Χατζηνίκος είχε υπάρξει στενός φίλος και συνεργάτης με μια πλειάδα σημαντικών προσωπικοτήτων της παγκόσμιας μουσικής σκηνής. Συνθέτες όπως οι Ορφ, Χίντεμιτ, Τίπετ, Φρανσέ, Σοστακόβιτς, Μπάρμπερ και ερμηνευτές, οι οποίοι εκπροσωπούσαν με τη σειρά τους μεγάλες ερμηνευτικές παραδόσεις, οι οποίες πάνε ακόμα πιο πίσω στο χρόνο και φτάνουν μέχρι τους ίδιους του μεγάλους δημιουργούς της ρομαντικής και μεταρομαντικής μουσικής. Αξίζει να αναφέρουμε μεταξύ πολλών άλλων και δίπλα βέβαια σε αυτούς που ήδη αναφέρθηκαν, τους Έντβιν Φίσερ, Βίλχελμ Μπάκχαουζ, Μστισλάβ Ροστροπόβιτς και Σβιάτοσλαβ Ρίχτερ. Έτσι ο Χατζηνίκος αποτέλεσε το συνδετικό κρίκο μεταξύ αυτών των μεγάλων προσωπικοτήτων και ερμηνευτικών παραδόσεων και των μαθητών του. 

Να μην ξεχάσουμε βέβαια και τους δικούς μας, μεταξύ άλλων τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Μανώλη Καλομοίρη, το Γιάννη Χρήστου, τη Μαρία Κάλλας και τον Δημήτρη Μητρόπουλο, ο οποίος μάλιστα έγραψε γι’ αυτόν: «…μια καταπληκτική ικανότητα να συλλαμβάνει την ουσία του στιλ που εκείνη τη στιγμή ερμηνεύει, μια πανταχού παρούσα ατομικότητα…».


Ο Γεώργιος Χατζηνίκος ανοιχτή πρόβα κατά τα ετήσια θερινά φεστιβάλ στο Χόρτο Πηλίου.

Μια παρόμοια ιδιαίτερα κολακευτική παρατήρηση για τη διεισδυτικότητα της ερμηνευτικής ματιάς του Χατζηνίκου είχε κάνει και ο σπουδαίος συνθέτης Πάουλ Χίντεμιτ. Ο Χατζηνίκος έπαιξε το 1949 στον ίδιο τον συνθέτη την Τρίτη Σονάτα του για πιάνο. Όταν στο τέλος του είπε ο Χατζηνίκος ότι έχει «κατηγορηθεί» από τους συναδέλφους του ότι προσθέτει μεσογειακά χρώματα τύπου Ραβέλ όταν παίζει τη Σονάτα αυτή, ο συνθέτης του απάντησε ως εξής: «Αν υποθέσουμε ότι υπάρχει κάτι σαν στιλ Χίντεμιτ, τότε αυτό είναι ακριβώς αυτό που μόλις άκουσα (από το Χατζηνίκο)»! 

Η σιωπή, η οποία μοιραία έπεται της μουσικής, ας ξαναγίνει μουσική από τους ευγνώμονες συνεχιστές του έργου του Δασκάλου Γιώργου Χατζηνίκου!   // Οι φωτογραφίες είναι μια ευγενική προσφορά του μαθητή του Γεωργίου Χατζηνίκου, Χρήστου Μαρίνου τον οποίο ευχαριστούμε θερμά για την πολύτιμη συμβολή του στη συγγραφή αυτού του άρθρου. Ο Χρήστος Μαρίνος είναι πιανίστας και μουσικός ερευνητής και εργάζεται στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Στη μνήμη του δασκάλου του έχει δημιουργήσει στο διαδίκτυο την ομάδα: «George Hadjinikos».

Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/empneusi/george-hadjinikos-classical-music/ ]

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου