Στρατιωτικός και πολιτικός.
Γεννήθηκε το 1808 στην Κωνσταντινούπολη από γονείς κυθηραϊκής
καταγωγής. Η αδελφή του Κλεοπάτρα, η οποία παντρεύτηκε τον Κυθήριο
ριζοσπάστη βουλευτή (Κοινοβούλιο Ιονίου Πολιτείας) Δημήτριο Ραπτάκη ήταν
η γιαγιά του μουσικού Κλέωνος Τριανταφύλλου γνωστού ως Αττίκ. Σπούδασε
στην Ιόνιο Ακαδημία και σε ηλικία 17 περίπου χρονών κατατάχθηκε
εθελοντικά στον τακτικό στρατό υπό τον Φαβιέρο στο Ναύπλιο
και πήρε μέρος σε διάφορες μάχες και στην άτυχη απόπειρα του τελευταίου
να καταλάβει τη Χίο (1827). To επόμενο έτος τέθηκε υπό τις διαταγές
ενός άλλου Γάλλου αξιωματικού, του στρατηγού Μαιζόν. Οι
Αγγλογάλλοι, μετά το πρωτόκολλο του Λονδίνου (Ιούλιος, 1828), που
διασφάλιζε διεθνώς την ελληνική ανεξαρτησία, έστειλαν ένα γαλλικό
στρατιωτικό σώμα υπό τον στρατηγό Μαιζόν για να εκδιώξει τα
τουρκοαιγυπτιακά στρατεύματα του Ιμπραήμ.
Ο Κορωναίος, έχοντας αποκτήσει πολύτιμη
εμπειρία καθώς και πολλά τραύματα από τις μάχες, εισήλθε ως υπότροφος
στη νεοϊδρυθείσα Σχολή Ευελπίδων με εισήγηση του Ιωάννη Καποδίστρια.
Το 1831 ήταν μόλις 23 ετών όταν αποφοίτησε ανάμεσα στους οκτώ πρώτους
της σχολής, με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού του Πυροβολικού. Την 1η
Δεκεμβρίου 1833 προήχθη σε υπολοχαγό και τοποθετήθηκε Υπασπιστής του
Πυροβολικού Σώματος. Το 1837 έγινε λοχαγός και τοποθετήθηκε στο Ναύπλιο.
Στην επανάσταση του 1843 τάχθηκε υπέρ των συνταγματικών ελευθεριών της Ελλάδας. Σύντομα εναντιώθηκε στο καθεστώς του Όθωνα
και ετέθη από το Βασιλιά σε αργία δια απολύσεως από το 1853 έως το
1859. Έφυγε στο Παρίσι και ασχολήθηκε με στρατιωτικές μελέτες.
Το 1854 κατατάχθηκε στα ρωσικά στρατεύματα και ορίστηκε αρχηγός του εθελοντικού σώματος Επτανησίων Ελλήνων. Συμμετείχε στον πόλεμο της Κριμαίας
1853 – 1856 με τους Ρώσους ενάντια στους Τούρκους. Με τη μαχητικότητά
του και τις επιδόσεις του στην ιστορική διάβαση του Δουνάβεως και άλλες
νικηφόρες μάχες του απονεμήθηκε παράσημο από τη Ρωσία. Το 1860 πολέμησε
με το γαλλικό στρατό στην εκστρατεία της Συρίας. Παρασημοφορήθηκε επίσης
από τη γαλλική κυβέρνηση με το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής.
Υπήρξε οργανωτής της Ναυπλιακής Επανάστασης το
Φεβρουάριου του 1862 και ένας από τους ηγέτες της επανάστασης που
κατέληξε στην εκθρόνισή του Όθωνα (Οκτώβριος του ίδιου χρόνου). Στους
μήνες της Μεσοβασιλείας (1862 – 63) αναδείχτηκε ηγετικό στέλεχος της
παράταξης των Ορεινών (του Κωνσταντίνου Κανάρη) και – ως υπουργός Στρατιωτικών – αντιμετώπισε τις εμφύλιες συγκρούσεις του Ιουνίου 1863 («Ιουνιανά»).
Μετά την άνοδο του Γεωργίου Α’
στο θρόνο (Οκτώβριος 1863), ο Κορωναίος ανέλαβε διάφορα ανώτερα
στρατιωτικά αξιώματα και το 1866 συμμετέσχε στην εξέγερση της Κρήτης.
Κατά την περίοδο που ακολούθησε αναδείχτηκε σε σημαίνουσα πολιτική φυσιογνωμία
της χώρας (το 1868 εξελέγη βουλευτής Αττικής, το 1875, 1879 και 1885
βουλευτής Κυθήρων), ασκώντας παράλληλα και τα στρατιωτικά του
καθήκοντα. Αποστρατεύτηκε το 1880 με το βαθμό του αντιστράτηγου του
πυροβολικού και κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του πρωταγωνίστησε
στην ίδρυση και δραστηριοποίηση πατριωτικών σωματείων και οργανώσεων.
Έχει συγγράψει στρατιωτικές μελέτες, καθώς και το Έλεγχος των δημοσιευθέντων εντός και εκτός της Ελλάδος εγγράφων περί των συμβάντων του Ιουνίου (1863). Πέθανε στις 17 Νοέμβρη του 1899 στην Αθήνα.
Πηγές
-
Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Εκδοτική Αθηνών, τομ. 5, 1986.
-
Βαγγέλης Γεωργίου, «Ο Εμφύλιος πόλεμος του 1863», Ιστορία εικονογραφημένη, Εκδοτικός οργανισμός Πάπυρος, τεύχος 493, Ιούλιος 2009.
-
Τρύφων Ευαγγελίδης, «Ιστορία του Όθωνος, βασιλέως της Ελλάδος (1832-1862)», Αθήνα 1893.