Περίληψη προηγουμένων:
Ο δήμαρχος της Χώρας ψάχνει τρόπο να αμυνθεί απέναντι στην αεροπορική εισβολή του Καντονίου των Βιαραδίκων. Το νότιο νησί φλέγεται και ο έξω Δήμος παρακολουθεί με αγωνία τις εξελίξεις. Ο Σούπερ Κασιμάτης είναι ακόμα αιχμάλωτος του Χαρούπη.
…………………………………………………..
«Θέλεις πίτα;»
«Όχι μωρέ, έφαγα έναν σκασμό το μεσημέρι. Είχε φτιάξει ένα κοκκινιστό η κυραΔέσποινα να γλύφεις τα δάχτυλά σου, έσκασα στο φαί»
«Λίγο τσίπουρο να χωνέψεις τότε;»
«Ε, αφού επιμένεις…»
Σκαρφαλωμένοι πάνω στο παρατηρητήριο της Σκληρής λίγα μέτρα από τον φράχτη που χώριζε την Κυθηραϊκή Ομοσπονδία από τη Λαική Βορειοκυθηραϊκή Δημοκρατία (στα καφενεία του Μποταμού οργίαζαν οι φήμες πως πίσω από τον φράχτη υπήρχε ναρκοπέδιο, κάτι που μετ’ επιτάσεως διέψευδαν οι ΚΟΜίτες) οι δύο Βορειοτσιριγώτες στους οποίους ανήκει ο διάλογος που μόλις κρυφακούσαμε έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους να περάσει η ώρα. Η Αεράμυνα της ΛΒΔ τους είχε αγγαρέψει σε βαρετή απογευματινή βάρδια στα πλαίσια των έκτατων μέτρων που είχαν ληφθεί μετά το θερμό επεισόδιο που είχε ακολουθήσει τη σκανδαλώδη αύξηση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος που εξήγαγε η Δημοκρατία του Μέσα Δήμου στους ΚΟΜίτες. Μετά από την άμεση δυναμική παρέμβαση του Καντονίου των Βιαραδίκων που είχε στείλει ολόκληρη τη Πρώτη Πτέρυγα Μάχης «Η Βρύση» στη ΔΜΔ και υπό την απειλή της ολοκληρωτικής καταστροφής του εργοταξίου του νέου ιχθυηλεκτρικού εργοστασίου, ο Δήμαρχος/Πρωθυπουργός της ΔΜΔ είχε αναγκασθεί να αναδιπλωθεί. Όχι μόνον δεν έγινε αύξηση 300% στο ρεύμα, αλλά απεναντίας οι θρασείς Βιαραδιώτες είχαν επιτύχει μείωση κατά 50%, κάτι που έπληξε σοβαρά τη δημοτικότητα του Δήμαρχου. Όσοι παρίσταντο όμως στην υπογραφή της νέας ταπεινωτικής σύμβασης τον άκουσαν να λέει ανάμεσα από τα δόντια: “Δεν έχω πεί ακόμη την τελευταία μου λέξη κατσικοκλέφτες, να το θυμάστε αυτό».
«Ακούς κάτι;»
«Σαν τι;»
«Σαν μπουμπουνητό μου ακούστηκε…»
«Τι λες μωρέ; Ξαστεριά έχει.»
«Νάτο πάλι, δυναμώνει κιόλας.»
«Ναι ρε, σα να έχεις δίκιο.»
Πριν καλά καλά προλάβει να τελειώσει τη φράση του ο ξωτάρος επίστρατος μία κόκκινη λυχνία άναψε πάνω στο πάνελ του ασύρματου και από τη μεριά του Μποταμού ήχησαν σειρήνες.
Οι δύο συνοριοφύλακες κοιτάχτηκαν με τα μάτια γουρλωμένα, τα πλαστικά ποτήρια τους μετέωρα στον αέρα χωρίς ποτέ να συναντηθούν για το εθιμικό τσούγκρισμα.
«Τι στο…» ξεκίνησε να πει κάτι ο μεγαλύτερος σε ηλικία επίστρατος , όμως τη φωνή του κάλυψε η βοή από ένα σμήνος Sea Harrier που πέρασε ξυστά πάνω από τα δέντρα.
Την ίδια στιγμή ο Γ έβλεπε στο τερματικό του γραφείου του το μήνυμα «ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ FIR BOTAMOS». Χωρίς να χάσει δευτερόλεπτο πέταξε το Φως των Σπορ στο πάτωμα και πάτησε ένα μεγάλο κόκκινο κουμπί πάνω στο οποίο ήταν γραμμένο ένα μεγάλο ευανάγνωστο «Κ» και στη συνέχεια πετάχτηκε έξω από την πόρτα, άρπαξε στην αγκαλιά του την Πέννυ Μάνη, τράβηξε ένα μοχλό ανοίγοντας έτσι μια καταπακτή και πήδηξε στο κενό. Η Πέννυ Μάνη ούρλιαξε από τρόμο, ίσως και από ηδονή, όμως πριν προλάβει να αποφασίσει για ποιόν ακριβώς λόγο ούρλιαζε είχαν προσγειωθεί πάνω σε ένα αφράτο αερόστρωμα. Ο Γ και η Πέννυ αναπήδησαν λίγες φορές και ύστερα ο αρρενωπός αρχηγός της Εξωδημοτικής Υπηρεσίας Πληροφοριών την βοήθησε ιπποτικά να σταθεί στα πόδια της πρίν εξαφανιστεί στον λαβύρινθο που σχημάτιζαν οι ατελείωτες γαλαρίες που αποτελούσαν το πυρηνικό καταφύγιο του Μποταμού.
Η Πέννυ ακολουθώντας τις οδηγίες που διάβασε σε μία οθόνη κατευθύνθηκε προς τον κύριο χώρο ενδιαίτησης του καταφυγίου αφήνοντας έναν αργόσυρτο ανεστεναγμό την ώρα που έφτιαχνε τα μαλλιά της.
Ο Μανώλης Κασιμάτης ήταν ο πλέον έμπειρος πιλότος της αεροπορίας του Μέσα Δήμου και φυσικά αρχηγός της αποστολής. Μιας αποστολής που δεν του άρεσε καθόλου, καθώς η ιδέα του Δήμαρχου να βάψει ένα σμήνος νεοαποκτηθέντων Sea Harrier στα χρώματα του Καντονίου των Βιαραδίκων και να παραβιάσει τον εναέριο χώρο της ΛΒΔ του φαινόταν επαίσχυντη, όμως, αυτός δεν ήταν παρά ένας απλός στρατιώτης και εκτελούσε εντολές. Στο κάτω κάτω, ο Δήμαρχος είχε αποδείξει πως ήθελε το καλό του Μέσα Δήμου και από τη στιγμή που είχε αναλάβει και τη θέση του αρχηγού των ενόπλων δυνάμεων της ΔΜΔ θα έκανε ό, τι του ζητούσε. «Πάμε!» φώναξε σπρώχνοντας αποφασιστικά το joystick προς τα εμπρός. Το σύστημα προειδοποίησης εγγύτητας εδάφους ξελαρυγγιάστηκε να φωνάζει “TERRAIN! TERRAIN!” όμως ο ατρόμητος αεροπόρος δεν έδωσε σημασία. Πέρασε ξυστά απο το καμπαναριό της Ιλαριώτισσας φροντίζοντας νο αεροσκάφος του να έχει τέτοια κλίση ώστε να είναι ορατά από το έδαφος τα πλαστογραφημένα διακριτικά των Βιαραδίκων. Πίσω του άλλα δύο μαχητικά βαμμένα κι αυτά στα ίδια χρώματα τον ακολούθησαν χωρίς δισταγμό. «Καλοί οι Εγγλέζοι» σκέφτηκε. Λόγω έλλειψης εκπαιδευμένου προσωπικού η ΔΜΔ είχε αναγκαστεί να αναζητήσει πληρώματα από το εξωτερικό και η Μεγάλη Βρεττανία είχε εμφανιστεί αρωγός την κατάλληλη στιγμή χάρη στις προσπάθειες του Μάθιου, του μπάτλερ του Δημάρχου της ΔΜΔ (αλλά στη πραγματικότητα πράκτορα της ΜΙ6). Φτάνοντας πάνω από τον Καραβά ο αρχηγός της παράτολμης και βρώμικης αυτής αποστολής αποφάσισε να μη ρισκάρει περισσότερο καθώς σε καμμία περίπτωση δεν έπρεπε να αποκαλυφθεί πως η παραβίαση δεν ήταν παρά προβοκάτσια των Μεσαριτών και στράφηκε προς το νότο.
…πέρασε ξυστά από το καμπαναριό της Ιλαριώτισσας…
Ξαφνικά ένα ίχνος φάνηκε στο heads up display. “Πολύ μεγάλο για πουλί, πολύ μικρό για μαχητικό… Πύραυλος!” σκέφτηκε και άρχισε να εκτελεί ελιγμούς αποφυγής. Ό,τι κι αν έκανε όμως ήταν μάταιο καθώς το άγνωστο ιπτάμενο αντικείμενο του είχε γίνει κολλητσίδα και όλο και πλησίαζε. Σε μια απέλπιδα προσπάθεια ο Μανώλης το σανίδωσε μήπως και προλάβαινε να περάσει το όρια της ΛΒΔ όμως ήταν πιά αργά. Το αεροσκάφος χτυπημένο βούτηξε πρός το έδαφος και μη έχοντας άλλη επιλογή ο ατρόμητος πιλότος εγκατέλειψε το σκάφος ενεργοποιώντας το εκτινασσόμενο κάθισμα –αλεξίπτωτο. Με κομμένη την ανάσα από τις δυνάμεις επιτάχυνσης και από το θέαμα του Χάριερ που συναντούσε το έδαφος εν μέσω μιας εντυπωσιακής έκρηξης, ο Σμήναρχος Κασιμάτης έφτασε στο απόγειο της πτήσης του και άρχισε να πέφτει, μόνο και μόνο για να συνειδητοποιήσει πως το αλεξίπτωτο δεν είχε ανοίξει. Παραδίδοντας κάθε ελπίδα έκλεισε τα μάτια και περίμενε το μοιραίο όταν, ξαφνικά, αισθάνθηκε τη πτώση να ανακόπτεται και άκουσε μια βελούδινη γυναικεία φωνή να του λέει: «Γειά σου αντράκι μου.»
«Μαμά;» ψέλισε ο Σμήναρχος πριν νιώσει κάτι να του χτυπάει το κεφάλι και σβήσουν τα φώτα.