Σπύρος Τζόκας*
«Χαράματα για το ταξίδι στα Κύθηρα».
Χαράματα Σαββάτου, όταν χτύπησε το τηλέφωνο.
«Αχιλλέα, ίδια κατάσταση και χειρότερα… ο πυρετός ανεβασμένος… παίρνεις και πάλι τον γιατρό».
Του τηλεφώνησε ο Αχιλλέας. Πάλι για φάρμακα του είπε… Πάλι στα διανυκτερεύοντα φαρμακεία.
«Μπαμπά, πάω σε ένα φαρμακείο να αγοράσω τα φάρμακα και έρχομαι…».
Δεν πρόλαβε όμως.
«Δεν πρόλαβα, δεν είπαμε τις τελευταίες μας λέξεις. Πάντα νόμιζα ο μαλάκας ότι θα προλάβω».
Την είδε κοιμισμένη για πάντα με εκείνο το γαλήνιο, νηφάλιο πρόσωπο με εκείνο το ανεπαίσθητο χαμόγελο. Ετοιμη για το μεγάλο μοναδικό της ταξίδι, για το ταξίδι στα Κύθηρα. Της έλαχε να το κάνει μόνη της χωρίς παρέα και με κακό καιρό, χειμωνιάτικο. Ο Αχιλλέας έσκυψε πάνω της και την ικέτεψε:
«Μανούλα, άνοιξε τα μάτια σου, έρχεται η γαλήνη. Ξύπνα, μαμά, και πες μου πως έκλεισες τα μάτια για πλάκα. Δεν είναι αστείο, μα θα σε συγχωρήσω και θα γελάσω».
Την φίλησε. Βούρκωσε αλλά προσπάθησε να μην κλάψει.
«Χαράματα Σαββάτου για το ταξίδι στα Κύθηρα με πλοίο, όλα έτοιμα». Τίποτα πια δεν είναι έτοιμο. Τίποτα δεν είναι όπως πριν… τίποτα δεν είναι όπως τότε.
«Την παρακολουθούσα, κυρα-Λένη, τη διαδικασία μισοξύπνιος. Τότε που ξεκρεμούσες το πρωί το μπρίκι και το έβαζες στο καμινέτο, με ευλάβεια. Ο καφές έτοιμος, με καϊμάκι μοσχομύριζε, το τσιγάρο απόλαυση, δεν θα καπνίσω πολλά… ο ήλιος ξεπρόβαλλε από τον Υμηττό... τον έβλεπα στους χρωματισμούς του... και η γάτα της γειτονιάς εκεί στην πόρτα. Και ήταν και αυτή η αυλίτσα, αυτός ο περιποιημένος κηπάκος, το αγιόκλημα που ήταν πεσμένο στην αυλόπορτα και αυτή η μυρωδιά του και η αναμονή του ταξιδιού».
«Πρόσεχε εκεί που θα πας, τη θάλασσα, τα ξενύχτια, Πρόσεχε παιδί μου!». Αυτή η στιγμή, αυτή που περνάει και χάνεται.
«Μια τέτοια στιγμή με τον αχνιστό καφέ, χαράματα καλοκαιριού στο πατρικό μου σπίτι και η συζήτηση, αυτή η απλή, η γνήσια, η εγκάρδια, η ανυπόκριτη... αυτό ζητάω μισή ώρα τον χρόνο και δίνω για αντάλλαγμα όλα τα πτυχία μου, τα διδακτορικά και την καριέρα μου. Αυτά ζητάω που δεν εκτίμησα στην ώρα τους, αυτά που θυσίασα. Ανταλλαγή λοιπόν… όσα κέρδισα τα ανταλλάσσω, αυτά που νόμιζα σπουδαία, για ένα μισάωρο τον χρόνο. Εναν σύγχρονο Φάουστ ψάχνω...».
«Πρόσεχε, αγόρι μου». Πετάχτηκα από τον ύπνο μου. Ηταν ένα άσχημο όνειρο; Ευτυχώς ήταν όνειρο!!! Ηθελα να πω… το ήθελα πολύ.
Δεν ήταν έτσι όμως. Η μαμά έφυγε, ταξίδεψε και όλα πλέον ήταν διαφορετικά. Ολα. Τέλος η σιγουράντζα της ανυπόκριτης και ανιδιοτελούς αγάπης. Τέλος το απάγκιο των ανέμων της ζωής. Τώρα πλέον έλειπε ο δικός τους άνθρωπος που άνοιγε τις πόρτες να μπει ο ήλιος και ο Θεός να τους φυλάει. Ταξίδευε.
Το μόνο ταξίδι της ζωής της. Ταξίδι στα Κύθηρα. Με μπουνάτσα, να μην ταλαιπωρηθεί, αρκετές ταλαιπωρίες πέρασε. Και με κόντρα τον ήλιο, τελείως κόντρα, απέναντι... κατάματα… απεραντοσύνη φωτεινή, να λαμπυρίζει η θάλασσα, ταξίδι χαράματα στα Κύθηρα.
* πανεπιστημιακός-συγγραφέας
πηγη efsyn.gr