ΓΡΑΠΤΟΝ Θ. ΚΗΡΥΓΜΑ
Ὅπως ἀκούσαμε στό σημερινό Εὐαγγέλιο, μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, οἱ μαθητές Του ἦσαν ἀκόμη φοβισμένοι, μαζεμένοι καί κλεισμένοι σ’ ἕνα ὑπερῶο τῆς Ἱερουσαλήμ.
Σ’ αὐτό τό ὑπερῶο μπῆκε ὁ Χριστός ἀνάμεσά τους, ἄν καί οἱ πόρτες ἦσαν κλειστές.
Ὁ Χριστός μας καταργεῖ τό φράγμα τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου καί μπαίνει παντοῦ.
«Κεκλεισμένων τῶν θυρῶν» μπαίνει στήν ἱστορία μας.
«Κεκλεισμένων τῶν θυρῶν» μπαίνει στήν πόλη μας.
«Κεκλεισμένων τῶν θυρῶν» μπαίνει στήν οἰκογένειά μας, στή ζωή μας, στήν καρδιά μας… Ἔρχεται καί μπαίνει σάν αὔρα καί μεταμορφώνει τά πάντα. Ἀρκεῖ νά τόν θέλουμε.
Ὅταν μπῆκε στό ὑπερῶο τῶν μαθητῶν Του, ἔλειπε ὁ Θωμᾶς ἐκείνη τήν ὥρα. Μόλις ἦρθε, οἱ συμμαθητές του ἔσπευσαν νά τό ἐνημερώσουν γιά ὅτι συνέβησαν. Αὐτός, ὄχι βέβαια ἀπό πονηρία, ἀλλά ἀπό φυσική ἀδυναμία, δέν πίστεψε καί τούς εἶπε τή χαρακτηριστική φράση, «ἄν δέν δῶ καί δέν ψηλαφίσω, δέν θά πιστέψω». Σ’ αύτή τήν ἀμφιβολία καί τήν ἀγωνία ἔμεινε ὀκτώ μέρες.
Ἄλλοι, δυστυχῶς, μένουν χρόνια ὁλόκληρα. Μερικοί καί ἰσόβια.
Μετά ὀκτώ μέρες ὁ Χριστός πῆγε καί πάλι στό ὑπερῶο, μέ τόν ἴδιο τρόπο καί ὁ Θωμᾶς ἦταν παρών. Ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ τά κανόνισε ἔτσι καί ὁ Θωμᾶς νά πιστέψει, ἀλλά καί στούς αἰῶνες νά δώσει τήν πυξίδα γιά τήν κατεύθυνση καί κατάκτηση τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς ἀλήθειας.
Ὁ Χριστός ἀμέσως, κάλεσε τό Θωμᾶ νά Τόν ψηλαφίσει. Καί ὁ Θωμᾶς φώναξε ἀμέσως : «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου»! Ὁ Χριστός ὅμως μακάρισε αὐτούς πού δέν βλέπουν καί πιστεύουν.
Ἀλλοίμονο ἄν ἡ ὅραση καί ἡ ψηλάφιση ἦσαν οἱ μόνοι δρόμοι γιά νά φτάσουμε στήν ἀλήθεια καί στό Χριστό. Ἀσφαλῶς ἀποτελοῦν καί αὐτές μέθοδο ἔρευνας τῆς ἀλήθειας. Ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία Του δέν τίς ἀπορρίπτουν, ἀφοῦ ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός δέχθηκε νά Τόν δεῖ καί νά Τόν ψηλαφίσει ὁ Θωμᾶς.
Ἀλλά, δέν εἶναι πάντοτε δυνατή καί ἀσφαλής ἡ μέθοδος τῆς ὁράσεως καί τῆς ψηλαφίσεως γιά νά φθάσουμε στό Χριστό καί στήν ἀλήθεια. Ψηλαφοῦμε ὅ,τι βλέπουμε. Ὑπάρχουν ὅμως καί τόσα ἄλλα, πού δέν τά βλέπουμε καί δέν ψηλαφοῦμε. Ὁ Θεός, ἡ αἰωνιότητα, ἡ ψυχή μας, εἶναι ἔξω τοῦ ἐλέγχου τῶν αἰσθήσεών μας. Συλλαμβάνονται μόνο διά τῆς πίστεως.
Ἐάν ποτέ δεχτοῦμε σάν μόνες πραγματικότητες μόνο ὅ,τι ἐλέγχουν οἱ αἰσθήσεις μας, τότε θά κλεισθοῦμε στήν πιό φοβερή φυλακή πού δημιουργήσαμε μόνοι μας.
Οἱ Ἅγιοι βάδισαν καί βαδίζουν διά πίστεως. Διά πίστεως ἔσβησαν φωτιές, ἔφραξαν στόματα λιονταριῶν, ἀνάστησαν νεκρούς, ἔκαναν θαύματα καί σημεῖα πού κατέπληξαν τόν κόσμο.
Ἡ πίστη ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο πέρα ἀπό τό «φυσικό» στό «μεταφυσικό». Ἐκεῖ κατακτᾶ ὁ ἄνθρωπος πλήρως τήν ἀλήθεια καί τό Χριστό.
Γι’ αὐτό ἄς προσευχόμαστε συνέχεια καί θερμά νά μᾶς προσθέτει ὁ Χριστός πίστη.
«Μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες». Αὐτοί εἶναι οἱ κατέχοντες.
π.Φρ.Δημ.