ο Σύνταγμα της Επτανήσου Πολιτείας.Αρθρα 91 - 120
91. Εφόσον η Γερουσία εμμένει στη κύρωση ή εκτέλεση κυβερνητικής απόφασης στην οποία εναντιώνεται, ως αντισυνταγματική, η Τιμητεία, καταθέτει στη τελευταία αιτιολογημένη ένσταση επί της κρίσεώς της.
Στη περίπτωση αυτή το Τιμητειακό Κολλέγιο δύναται να συγκαλέσει εκτάκτως, με διαδικασία κατεπείγοντος που πρέπει να αιτιολογηθεί, το Νομοθετικό Σώμα, ή να επιφυλαχθεί προκειμένου η διαφωνία των δύο Αρχών να αχθεί ενώπιον της επόμενης τακτικής Συνόδου της Νομοθετικής Αρχής.
Η έκτακτη σύνοδος δεν συγκροτείται νόμιμα αν δεν παρίστανται τα δύο τρίτα των Αντιπροσώπων.
92. Το Κολλέγιο των Τιμητών, αιτήσει του Νομοθετικού Σώματος, αν συντρέχει άμεσος λόγος δημοσίου συμφέροντος και υψίστης σοβαρότητας, δύναται να συγκαλέσει τις ανά Νήσο Συγκλήτους μέσω των Τοπικών Τιμητειών. Τέτοιες έκτακτες σύνοδοι των Συγκλήτων δεν επιτρέπεται να διαρκέσουν περισσότερο από δεκαπέντε ημέρες, ούτε να ασχοληθούν με θέματα εξαιρουμένου εκείνου για το οποίο έχουν συγκληθεί.
Η ψήφος των Συγκλήτων δεσμεύει τους Αντιπροσώπους τους στο Νομοθετικό Σώμα κατά τον τύπο του άρθρου 68.
93. Η Γερουσία υποβάλλει στο Τιμητειακό Κολλέγιο το σύνολο των νομοσχεδίων που προπαρασκεύασε προς ψήφιση και τον αναλυτικό ισολογισμό της Πολιτείας, δύο μήνες πριν από την τακτική Σύνοδο του Νομοθετικού Σώματος.
Οι Τιμητές οφείλουν να εκθέσουν τα στοιχεία αυτά και τις παρατηρήσεις τους στη Νομοθετούσα Αρχή, η οποία αποφαίνεται βάσει συζήτησης στην ολομέλεια και στις Συμβουλευτικές Επιτροπές της.
94. Κατ’ αρχήν η Γερουσία οφείλει να συμβουλεύεται τους Τιμητές στα πλέον σοβαρά ζητήματα της Πολιτείας.
Βάσει αυτού του κανόνα, οι Τιμητές φέρουν τον πρόσθετο τίτλο των «Συμβούλων του Κράτους».
ΤΙΤΛΟΣ 4. – Εκτελεστική Εξουσία
95. Η Εκτελεστική Εξουσία απόκειται σε Γερουσία που απαρτίζεται από ορισμένο αριθμό εκπροσώπων εκλεγμένων από τις ανά Νήσο Συγκλήτους. Η Γερουσία αυτή εδρεύει στη Κέρκυρα.
96. Η Γερουσία ανανεώνεται σε ετήσια βάση κατά το ήμισυ. Η διαδοχή πραγματοποιείται τη 1η Απριλίου. Κατά τη πρώτη διαδοχή αντικαθίστανται οι νεώτεροι εκ των Γερουσιαστών, ενώ στις επόμενες αντικαθίστανται όσοι συμπληρώνουν διετή θητεία (κατά το γενικό κανόνα περί διετούς παραμονής των Δημόσιων Λειτουργών).
Οι Νήσοι εκείνες, από τις οποίες κατάγονται οι πρώτοι προς αντικατάσταση, νεώτεροι Γερουσιαστές, εκλέγουν τη 15η Ιανουαρίου τους διαδόχους τους σε μια μόνη συνεδρίαση της Συγκλήτου.
97. Ο Επικεφαλής της Εκτελεστικής Εξουσίας ή Πρόεδρος της Γερουσίας προσαγορεύεται «Πρίγκηπας»[σ69] και παραμένει στο αξίωμά του επί δύο έτη.
[σ69] Κατά μία σαφή αναλογία προς τους ρωμαϊκούς προαυτοκρατορικούς θεσμούς, ο “Principe” («ηγεμών» στη μετάφραση του 1804) της “Senato” (Γερουσίας) παραπέμπει στον “princeps”, πρώτο-πρύτανη και πρόεδρο της ρωμαϊκής “Senatus” ή «Συγκλήτου».
98. Εφόσον ο αναδειχθείς ως Πρίγκηπας δεν προέρχεται από τους κόλπους της Γερουσίας, αντικαθιστά το νεώτερο Γερουσιαστή της Νήσου εκείνης, από την οποία κατάγεται ο Πρίγκηπας.
99. Με το πέρας της θητείας του Πρίγκηπα, τη θέση του στη Γερουσία επανδρώνει Γερουσιαστής εκλεγμένος από τη Σύγκλητο της Νήσου καταγωγής του. Ο τέως Πρίγκηπας απαγορεύεται να απομακρυνθεί από την Επικράτεια, πριν συμπληρωθούν δύο έτη από το πέρας της θητείας του.
100. Σε περίπτωση θανάτου, ή σωματικού ή πνευματικού κωλύματος του Πρίγκηπα, η θέση του πληρούται εκ περιτροπής, σε μηνιαία βάση, από τους Γερουσιαστές κατά τα πρεσβεία της ηλικίας. Κατά το διάστημα της αντικατάστασης, ο εκτελών χρέη αναπληρωτή Γερουσιαστής προσαγορεύεται «Αντιπρόεδρος».
Η περιοδική αναπλήρωση του Πρίγκηπα παρατείνεται έως την άρση του κωλύματος ή την οριστική αντικατάσταση του Πρίγκηπα από τη Γερουσία κατά τη διάταξη του άρθρου 60.
101. Ο Πρίγκηπας προεδρεύει της Γερουσίας και τη συγκαλεί εκτάκτως. Υπογράφει το σύνολο των κυβερνητικών της πράξεων, που ανθυπογράφονται από έναν εκ των Γενικών Γραμματέων με δικαίωμα επισημείωσης της αιτιολογημένης διαφωνίας του.
Ο Πρίγκηπας διαλέγεται με τις Ξένες Δυνάμεις, χειρίζεται τις διαπραγματεύσεις, και συνάπτει τις αναγκαίες διεθνείς συνθήκες, βάσει εισήγησης του Υπουργείου των Εξωτερικών και απόφασης της Γερουσίας. Παραχωρεί ακροάσεις στους Πρέσβεις ξένων Δυνάμεων, παραλαμβάνει τα διαπιστευτήριά τους, και διατυπώνει τις επίσημες αποκρίσεις της Κυβέρνησης παρουσία των μελών του Υπουργείου Εξωτερικών.
Ομοίως, ο Πρίγκηπας επικυρώνει τα Διπλώματα των Πρέσβεων και διπλωματικών ακόλουθων της Πολιτείας στο Εξωτερικό, και τους απονέμει το «εκτελεσθήτω» που ορίζει η Γερουσία. Επίσης, εκδίδει πιστοποιητικά και ταξιδιωτικές οδηγίες προς πλοιοκτήτες που ναυτιλλώνται στην αλλοδαπή.
Όλες ανεξαιρέτως οι αναφορές Αρχών του Εξωτερικού και του Εσωτερικού και οι αιτήσεις πολιτών, είναι απευθυντέες στο όνομα του Πρίγκηπα. Οι Υπουργοί επιφορτίζονται με τη παραλαβή της ανάλογης αλληλογραφίας, η οποία αρχειοθετείται στο οικείο κατά περίπτωση Υπουργείο της Γερουσίας.
Ο Πρίγκηπας διορίζει με σύμφωνη γνώμη της Γερουσίας και λαμβανομένης υπόψει της γνώμης των αντίστοιχων συλλογικών Υπουργείων της Γερουσίας, τους επικεφαλής Υπουργούς.[σ70]
Ομοίως, ο Πρίγκηπας διορίζει λαμβανομένης υπόψει της γνώμης του αρμόδιου υπουργείου, Πρέσβεις, Πρόξενους και διπλωματικούς ακόλουθους της Πολιτείας στο Εξωτερικό, και τους επιδίδει, σε εκτέλεση αποφάσεων της Κυβέρνησης, Αναγνωριστικά Διπλώματα, Διαπιστευτήρια, και απαραίτητες Οδηγίες.
Ο Πρίγκηπας προεδρεύει, κατά το δοκούν, σε οποιοδήποτε από τα Υπουργεία της Γερουσίας.
Ο Πρίγκηπας υπαγορεύει τη διάταξη μάχης και τις κινήσεις των Ενόπλων Δυνάμεων της Πολιτείας και εκδίδει τις διαταγές προκειμένου να πραγματοποιούν τα δόγματα της Κυβέρνησής του.
Ο Πρίγκηπας φυλάσσει τις Σφραγίδες του Κράτους και συγκαλεί τη Γερουσία στο επίσημο ενδιαίτημά του, στο Εθνικό Παλάτιο εντός του Παλαιού Φρουρίου της Κέρκυρας.
[σ70] “[…] udito il parere delle respettive Camere, i Ministri del Senato”: το 9 μελές (αφαιρουμένου του Πρίγκηπα) σχήμα της Γερουσίας, κατανέμεται σε τρία 3μελή συλλογικά Υπουργεία των οποίων προΐστανται οι «πρώτιστοι Υπουργοί» emoticon smile “i Ministri principali del Senato”) του άρθρου 35. Στη μετάφραση του 1804 τα όργανα αυτά αποδίδονται αυτολεξεί ως «Καμάρες» (ενικός: «Καμάρα», λέξη από την οποία παράγεται η εν χρήσει «Καμαρίλλα», δηλαδή το μυστικό διευθυντήριο), και «Υπουργοί» (όπου: “Ministri”) ή «Μυστικοί της Επικρατείας» (όπου: «Segretarii di Stato»), αντίστοιχα.
102. Το πρόσωπο του Πρίγκηπα είναι απαραβίαστο και ακαταδίωκτο. Δεν επιτρέπεται να κατηγορηθεί ή να δικαστεί οποτεδήποτε για ό,τι είπε ή έγραψε ως Πρίγκηπας, παρά μόνο υπό ειδικές διατυπώσεις.
Οι Τιμητές της Πολιτείας δικαιούνται να απαγγείλουν στον Πρίγκηπα τεκμηριωμένη κατηγορία ενώπιον του Νομοθετικού Σώματος, το οποίο και συγκαλούν εκτάκτως.
Το Νομοθετικό Σώμα εγχειρίζει στον κατηγορούμενο Πρίγκηπα το κατηγορητήριο τις αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνεται και τον καλεί, με εύλογη προθεσμία, σε απολογία. Αυτοπρόσωπη απολογία του υπό κατηγορία Πρίγκηπα αποκλείεται. Η απολογία πραγματοποιείται με απολογητικό υπόμνημα που εκτίθεται από εξουσιοδοτημένο από τον ίδιο συνήγορο Αγορητή.
Εάν κριθεί ένοχος ο Πρίγκηπας, το Νομοθετικό Σώμα εκδίδει με απόλυτη πλειοψηφία ψήφισμα καθαίρεσης το οποίο αναστέλλει προσωρινά οι εξουσίες του. Το ψήφισμα να καθίσταται αμετάκλητο, εφόσον προσκυρωθεί από την απόλυτη πλειοψηφία της Γερουσίας, ενώπιον της οποίας ο Πρίγκηπας απολογείται με τον ίδιο τρόπο.
Εφόσον προσκυρωθεί η καθαίρεση, το Νομοθετικό Σώμα προβαίνει στην ανάδειξη νέου Πρίγκηπα, και καταδικάζει τον έκπτωτο σε εξοστρακισμό, αποζημίωση, ή σωματική ποινή, ή ακόμα και στη κεφαλική ποινή, ανάλογα με τη φύση και τη βαρύτητα του αδικήματος και τις πρόνοιες του Νόμου.
Η ποινή εξοστρακισμού, δηλαδή η εξορία από την επικράτεια της Πολιτείας, παρατείνεται μόνον εφόσον ανανεώνεται από κάθε νέα Νομοθετούσα Αρχή. Επουδενί η ποινή του εξοστρακισμού δεν μπορεί να επιβληθεί συλλογικά στον Οίκο του έκπτωτου. Επίσης, δεν μπορεί να εξομοιωθεί με δήμευση περιουσίας – εξαιρετέου του προστίμου που εξατομικεύεται στο πρόσωπό του από τη καταδικαστική απόφαση.[σ71]
Εφόσον η καθαίρεση δεν προσκυρωθεί από τη Γερουσία, το Κολλέγιο των Τιμητών συγκαλεί εκτάκτως τις Συγκλήτους προκειμένου το Νομοθετικό Σώμα να αποφανθεί κατά τη ρύθμιση του άρθρου 68 και με ενισχυμένη πλειοψηφία των τριών τετάρτων την επικύρωση ή εξαφάνιση του ψηφίσματος καθαίρεσης.
Σε περίπτωση εξαφάνισης της καθαίρεσης ο Πρίγκηπας αποκαθίσταται, και οι Τιμητές καταδικάζονται από το Νομοθετικό Σώμα σε εξοστρακισμό (ανανεούμενο όπως στα παραπάνω από τις διάδοχες ανά διετία Νομοθετούσες Αρχές). Η ίδια ποινή επιβάλλεται και εφόσον η απολογία του Πρίγκηπα ανατρέψει το κατηγορητήριο, και αποδείξει ότι δεν είχε στοιχειοθετηθεί με τρόπο προσήκοντα στην ιδιάζουσα βαρύτητά του.
[σ71] “La sentenza dell’ ostracismo… non puo mai riguardare ne la famiglia di Prinzipe, ne i suoi beni quando non sia alla pena… aggiunta quella di un’ ammenda personale determinate.”
Το νόημα της ρύθμισης αποδίδει ήδη και η μετάφραση του 1804: «Η απόφασις του Οστρακισμού… ου δύναταί ποτε αφοράν προς τον οίκον του Ηγεμόνος, ή προς τα υπάρχοντα αυτού, αν εις την ποινήν… μη προστιθήται και η χρηματική ποινή προσωπικώς διορισμένη.»
103. Ταυτόχρονα με την εκλογή νέου Πρίγκηπα, και δυνάμει καταγγελίας της Τιμητείας, η Νομοθετούσα Αρχή μπορεί να εκδώσει ψήφισμα βάσει του οποίου εξοστρακίζεται επί διετία ο απερχόμενος Πρίγκηπας. Εφόσον εντούτοις η Γερουσία αρνηθεί να προσκυρώσει ψήφισμα αυτό, πραγματοποιείται η κατά τη ρύθμιση του προηγούμενου άρθρου η προσφυγή στη γνώμη των Συγκλήτων, και στη συνακόλουθη απόφαση.
Εφόσον προσκυρωθεί το ψήφισμα εξοστρακισμού, ο απερχόμενος Πρίγκηπας παραπέμπεται στο Ανώτατο Συμβούλιο της Επικρατείας για την επιμέτρηση πρόσθετων ποινών που επισύρει η φύση του αδικήματός του κατά τις πρόνοιες του Νόμου.
104. Η Γερουσία προτείνει προς επικύρωση στο Νομοθετικό Σώμα κάθε νομοθετικό μέτρο, εξαιρετέων των αστικών και ποινικών νόμων η νομοθετική πρωτοβουλία επί των οποίων απόκειται στη Προβουλευτική Αρχή. Ομοίως, η Γερουσία προβαίνει σε ρυθμιστικά μέτρα και προκηρύξεις προς εκτέλεση νόμων που πηγάζουν τόσο από δική της νομοθετική πρωτοβουλία, όσο και από εκείνη της Προβουλευτικής Αρχής.
105. Η Γερουσία λαμβάνει κάθε πρόσφορο μέτρο για τη διατήρηση της ειρήνης ανά την Επικράτεια, και επαγρυπνεί έναντι οποιασδήποτε επιβουλής κατά της δημόσιας ασφάλειας.
106. Εάν καταγγελθεί στη Γερουσία εξύφανση συνωμοσίας κατά του Κράτους, ή αδίκημα υπεξαίρεσης ή διασπάθισης δημόσιου χρήματος, ή κιβδηλείας, ή άλλο αδίκημα στο οποίο υποπίπτει δημόσιος λειτουργός κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, η ίδια δύναται να εκδώσει διάταγμα δίωξης των υπόπτων. Συλληφθέντες με αυτή τη διαδικασία πρέπει με τη πάροδο δύο ημερών να παραδοθούν στον αρμόδιο Δικαστή για να δικαστούν κατά το Νόμο ή να αφεθούν ελεύθεροι – οπότε τιμωρείται ο μηνυτής τους.
Εάν δεν τηρηθεί η ανωτέρω προθεσμία ο Γενικός Γραμματέας που υπογράφει το διάταγμα είναι ποινικά κολάσιμος για αυθαίρετη κράτηση. Το Κολλέγιο των Τιμητών εξουσιοδοτείται να διαμαρτυρηθεί και να αντιταχθεί.
107. Η Γερουσία δύναται να απαγγείλει κατηγορία:
(1) Στα μέλη της, εξαιρετέου του Πρίγκηπα. Στη περίπτωση αυτή, τα υπό κατηγορία μέλη της Γερουσίας παραπέμπονται ενώπιον του Ανωτάτου Συμβουλίου της Επικρατείας από το Γενικό Εισαγγελέα.
(2) Στους Τιμητές της Πολιτείας ενώπιον του Νομοθετικού Σώματος, ή, στο χρόνο κατά τον οποίο το Νομοθετικό Σώμα δεν είναι σε σύνοδο, ενώπιον του Ανωτάτου Συμβουλίου της Επικρατείας.
(3) Βάσει καταγγελίας των Τιμητών της Πολιτείας, σε οποιονδήποτε δημόσιο λειτουργό ενώπιον του Ανωτάτου Συμβουλίου της Επικρατείας ή των τακτικών Δικαστηρίων. Οποιοσδήποτε υπό κατηγορία λειτουργός απαλλάσσεται αυτοδικαίως από τις εξουσίες του, στις οποίες πάντως αποκαθίσταται εφόσον αθωωθεί.
108. Η Γερουσία μέσω του Πρίγκηπα ασκεί τα καθήκοντα διάταξης και διοίκησης των Ενόπλων Δυνάμεων της Πολιτείας. Εντούτοις δεν επιτρέπεται σε μέλος της να συμπίπτει η ιδιότητα του εν ενεργεία Αρχιστράτηγου.
109. Η Γερουσία διορίζει τη στρατιωτική ιεραρχία στο σύνολό της, καθορίζει τους απαιτούμενους στρατιωτικούς κανονισμούς και διατάσσει τις μεταθέσεις των στρατιωτικών κατά τις πρόνοιες του Νόμου.
110. Στη Γερουσία απόκειται η εποπτεία της Εθνικής Νομισματοκοπίας και της δια νόμου καθιερωμένης νομισματικής κυκλοφορίας.
111. Στη Γερουσία απόκειται κατά γενική αρμοδιότητα η εύρυθμη λειτουργία του Κράτους. Προς το σκοπό αυτό, διασφαλίζει την εκτέλεση της νομοθεσίας από τα, υπό την εποπτεία της, ανά τις Νήσους Πρυτανεία.
112. Η Γερουσία κανονίζει τη ταμειακή λειτουργία του Κράτους κατά τις ειδικές επιταγές της εκάστοτε Νομοθετούσας Αρχής, και βάσει των παρακάτω γενικών παραδοχών:
(1) Η Γερουσία, διαμέσου του Υπουργείου της επί των Οικονομικών και των υπηρεσιών του, διασφαλίζει την είσπραξη των δημοσίων εσόδων, και ρυθμίζει τη ροή των δημοσίων δαπανών και κονδυλίων.
(2) Η εγκυρότητα των ανωτέρω δημόσιων πληρωμών θεμελιώνεται αποκλειστικά στο Νόμο ή σε απόφαση της Γερουσίας, και νομιμοποιείται με Ένταλμα Πληρωμής υπογεγραμμένο από τον Υπουργό των Οικονομικών και το Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου.
Επιπλέον η νομιμότητα ορισμένης δημόσιας πληρωμής προϋποθέτει τη ταμειακή κάλυψή της από τα εγγεγραμμένα στη συγκεκριμένη κατηγορία δαπανών κονδύλια.
(3) Εθνικοί Ισολογισμοί,[σ72] υπογεγραμμένοι και πιστοποιημένοι από τον Υπουργό των Οικονομικών και τον προσκείμενό του Γενικό Γραμματέα, δημοσιεύονται σε ετήσια βάση.
(4) Οι εκ του Υπουργείου Οικονομικών ανωτέρω ισολογισμοί, δύο μήνες πριν τη Σύνοδο του Νομοθετικού Σώματος, υποβάλλονται στον έλεγχο του Τιμητειακού Κολλεγίου. Στο Νομοθετικό Σώμα κατατίθενται από τη Τιμητεία.
(5) Μυστικές δαπάνες κοινοποιούνται αποκλειστικά στο Τιμητειακό Κολλέγιο και δεν δημοσιεύονται. Εφόσον η Τιμητεία τις απορρίψει, και μόνο τότε, η Γερουσία καλείται να τις αιτιολογήσει ενώπιον του Νομοθετικού Σώματος, υπό επιφυλάξεις εχεμύθειας που συνομολογούνται με το Νομοθετικό Σώμα.
(6) Μέθοδοι λογιστικής καταγραφής σε χρήση από τη προσωρινή Κυβέρνηση καταργούνται στο εξής, και αντικαθίστανται από απλούστερη παραστατική μέθοδο.
[σ72] “I conti dettagliati delle rendite e spese…”.
113. Η θρησκευτική λατρεία, η δημόσια παιδεία, κοινωφελείς επιστημονικές, φιλολογικές ή πολυτεχνικές σχολές, το εμπόριο και η ναυτιλία τελούν αδιαμεσολάβητα υπό την αιγίδα και προστασία της Γερουσίας.
114. Προκειμένου να ανταποκριθεί στην ευρύτητα των κυβερνητικών της αρμοδιοτήτων, η Γερουσία υποδιαιρείται σε τρία Υπουργεία. Έκαστο εξ αυτών συγκροτείται συλλογικά από τρεις Γερουσιαστές που ορίζει ο Πρίγκηπας με σύμφωνη γνώμη της ολομέλειας της Γερουσίας, και έναν Γενικό Γραμματέα.[σ73]
Πρώτον: το Υπουργείο επί των Εξωτερικών Υποθέσεων. Επεξεργάζεται εσωτερικά,[σ74] και εισηγείται προς ψήφιση στη Γερουσία αποφάσεις για τους Πρέσβεις και τους εμπορικούς ακόλουθους της Πολιτείας στο εξωτερικό, τους διαπιστευμένους στο Κράτος Πρέσβεις και εμπορικούς ακόλουθους.
Ομοίως, εισηγείται επί θεμάτων διεθνών σχέσεων, διαπραγματεύσεων και σύναψης συνθηκών, καθώς επίσης και επί θεμάτων εμπορικών συμβάσεων, εμπορικής ναυτιλίας, και εξαγωγικού ή εισαγωγικού εμπορίου.
Δεύτερον: το Υπουργείο επί των Εσωτερικών Υποθέσεων. Επεξεργάζεται εσωτερικά και εισηγείται ως ανωτέρω επί θεμάτων δημόσιας παιδείας, κοινωφελών σχολών, θρησκευτικής λατρείας, εθνικών γαιών,[σ75] της αστυνομικής και υγειονομικής ευταξίας.
Ομοίως, εισηγείται κατά γενική αρμοδιότητα επί θεμάτων διοίκησης των Επτά ανά Νήσο Πρυτανειών.
Τρίτον: το Υπουργείο Οικονομικών και Ενόπλων Δυνάμεων. Επεξεργάζεται εσωτερικά και εισηγείται επί θεμάτων Εθνικού θησαυροφυλακίου, τακτικού στρατού και Εθνοφυλακής της Πολιτείας.
Εκτός του προσκείμενου σε αυτό Γενικού Γραμματέα, στο υπό εξέταση υπουργείο προστίθεται ο Γενικός Θησαυροφύλακας, τον οποίο εκλέγει η ολομέλεια της Γερουσίας από ψηφοδέλτιο εκ τριών ονομάτων που της υποβάλλει το υπουργείο. Νόμος ορίζει εκείνη τη περιουσιακή επιφάνεια που κρίνεται αναγκαία προκειμένου να ασκήσει φερέγγυα τις λειτουργίες του ο Θησαυροφύλακας.[σ76]
[σ73] Προτιμήθηκε εδώ να αποδοθεί ως «Γενικός Γραμματέας» ο “Segretario di Stato” (αυτολεξεί: Γραμματέας του Κράτους – έτσι στη μετάφραση του 2008, ενώ με το εντελώς παρωχημένο και δυσλειτουργικό «Μυστικός της Επικρατείας» στη μετάφραση του 1804).
Παραπέμπουμε σχετικά στη παράλληλη χρήση των τίτλων “Censura-Censori della Repubblica” δηλαδή «Τιμητεία-Τιμητές της Πολιτείας», και “Censura Generale”, δηλαδή «Γενική Τιμητεία».
[σ74] “Essa esamina, discute…”.
[σ75] “[…] beni nazionali”: στη μετάφραση του 1804 «υπάρχοντα του Γένους»,[sic] ενώ στη μετάφραση του 2008 «Εθνικές Ιδιοκτησίες».
[σ76] “Questo Tesoriere non puo esercitare I suoi funzioni, che previa la mallevadoria idonea d’ una somma determinata dalla legge per la sua fidele amministrazione.” Στη μετάφραση του 1804 αυτή η ρύθμιση αποδίδεται ως εξής: «Ούτος ο Ταμίας ου δύναται ασκείν τας εαυτού ενεργείας, ει μη προπαράσχη την επαρκούσαν εγγύησιν της υπό του Νόμου διορισμένης ποσότητος δια το πιστόν αυτού κυβέρνημα.»
Αντίθετα, κατά τη μετάφραση του 2008, το νόημα είναι: «Εγγύηση για τη φερεγγυότητα των διαχειριστικών αρμοδιοτήτων[sic] του Θησαυροφύλακα αποτελεί η θεσμοθέτηση ενός ικανοποιητικού μισθού για το αξίωμά του».
Νομίζουμε ότι η “somma determinata”, η «καθορισμένη συνολική ποσότητα» του Συντάγματος, υπαινίσσεται μία ρύθμιση εγγύτερη στο τιμοκρατικό πνεύμα του Συντακτικού νομοθέτη του 1803.
115. Η Γερουσία εκλέγει, προτάσει του Πρίγκηπα, τους τρεις Γενικούς Γραμματείς που προσκολλώνται στα Υπουργεία. Η ίδια τους ανακαλεί έπειτα από αιτιολογημένη εισήγηση ενός εκάστου υπουργείου, που συγκεντρώνει την απόλυτη πλειοψηφία των οικείων του μελών.
116. Ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Εξωτερικών κοινοποιεί απευθείας αλλά εξ ονόματος της Γερουσίας τις αποφάσεις της στους Πρέσβεις και διπλωματικούς ακόλουθους της Πολιτείας στο Εξωτερικό, και στους ξένους Πρέσβεις και διπλωματικούς ακόλουθους στο Εσωτερικό.
Ομοίως, οι Γενικοί Γραμματείς στο Υπουργείο Εσωτερικών και το Υπουργείο Οικονομικών και Ενόπλων Δυνάμεων αλληλογραφούν αρμοδίως με τις συντεταγμένες αρχές του Κράτους.
Οι τρεις Γενικοί Γραμματείς έχουν συμβουλευτικό λόγο στην ολομέλεια της Γερουσίας, στην οποία μετέχουν τηρώντας Πρακτικά που αφορούν στο υπουργείο ενός εκάστου.
Η ιδιότητα του Γενικού Γραμματέα σε περισσότερα υπουργεία δεν μπορεί να συμπίπτει στο ίδιο άτομο. Ειδικά στο Υπουργείο Εξωτερικών χρέη Γενικού Γραμματέα μπορεί να εκτελεί μέλος του – του οποίου αναστέλλεται, όσον αφορά στην εκτέλεση των καθηκόντων του ως Γραμματέα, το απαραβίαστο του Γερουσιαστή.
117. Οι Γενικοί Γραμματείς έχουν δικαίωμα παράστασης σε συνεδρίαση του Νομοθετικού Σώματος που επεξεργάζεται νομοσχέδια αρμοδιότητάς τους και δικαίωμα δύο αγορεύσεων προς υποστήριξή τους. Επιπροσθέτως, εξαιρουμένου του Γενικού Γραμματέα, η Γερουσία δύναται να παρίσταται με μέλος της Γερουσίας που διορίζει ως ειδικό επί του θέματος Αγορητή. Εφόσον κατά την αγόρευσή τους ο Αγορητής ή ο Γενικός Γραμματέας παρεκκλίνουν του θέματος, ο Πρόεδρος του Νομοθετικού Σώματος οφείλει να τους αφαιρέσει το λόγο.
118. Οι Γερουσιαστές είναι απαραβίαστοι και ακαταδίωκτοι. Δεν επιτρέπεται να κατηγορηθούν ή να καταδικαστούν οποτεδήποτε για ό,τι είπαν ή έγραψαν κατά την άσκηση των δημοσίων καθηκόντων τους. Δύνανται όμως να συλληφθούν επί αυτοφώρου αδικήματος. Στη περίπτωση αυτή δεν να επιτρέπεται να τους απαγγελθεί κατηγορία χωρίς απόφαση της Γερουσίας ή πράξη του Νομοθετικού Σώματος.
119. Οι Γενικοί Γραμματείς μπορούν να θεωρηθούν υπόλογοι:
(1) Για αποφάσεις της Γερουσίας που συνυπογράφουν αν δεν επισημειώνουν αιτιολογημένη διαφωνία, όπως δικαιούνται.
(2) Για το ανεκτέλεστο νόμων ή επικυρωμένου διοικητικού κανονισμού.
(3) Για εντολές που εξέδωσαν παραβιάζοντας το Σύνταγμα, το Νόμο ή τις αποφάσεις της Γερουσίας.
Εφόσον συλληφθούν κατά τη διάπραξη αυτόφωρου αδικήματος, εφαρμόζονται οι περί Γερουσιαστών περιορισμοί.
120. Οι Πρέσβεις είναι ακαταδίωκτοι για τα πεπραγμένα τους σε εκτέλεση των καθηκόντων τους, εξαιρουμένων περιπτώσεων νομιμοποίησης της δίωξης με απόφαση της Γερουσίας.
Συνεχιζεται..............
91. Εφόσον η Γερουσία εμμένει στη κύρωση ή εκτέλεση κυβερνητικής απόφασης στην οποία εναντιώνεται, ως αντισυνταγματική, η Τιμητεία, καταθέτει στη τελευταία αιτιολογημένη ένσταση επί της κρίσεώς της.
Στη περίπτωση αυτή το Τιμητειακό Κολλέγιο δύναται να συγκαλέσει εκτάκτως, με διαδικασία κατεπείγοντος που πρέπει να αιτιολογηθεί, το Νομοθετικό Σώμα, ή να επιφυλαχθεί προκειμένου η διαφωνία των δύο Αρχών να αχθεί ενώπιον της επόμενης τακτικής Συνόδου της Νομοθετικής Αρχής.
Η έκτακτη σύνοδος δεν συγκροτείται νόμιμα αν δεν παρίστανται τα δύο τρίτα των Αντιπροσώπων.
92. Το Κολλέγιο των Τιμητών, αιτήσει του Νομοθετικού Σώματος, αν συντρέχει άμεσος λόγος δημοσίου συμφέροντος και υψίστης σοβαρότητας, δύναται να συγκαλέσει τις ανά Νήσο Συγκλήτους μέσω των Τοπικών Τιμητειών. Τέτοιες έκτακτες σύνοδοι των Συγκλήτων δεν επιτρέπεται να διαρκέσουν περισσότερο από δεκαπέντε ημέρες, ούτε να ασχοληθούν με θέματα εξαιρουμένου εκείνου για το οποίο έχουν συγκληθεί.
Η ψήφος των Συγκλήτων δεσμεύει τους Αντιπροσώπους τους στο Νομοθετικό Σώμα κατά τον τύπο του άρθρου 68.
93. Η Γερουσία υποβάλλει στο Τιμητειακό Κολλέγιο το σύνολο των νομοσχεδίων που προπαρασκεύασε προς ψήφιση και τον αναλυτικό ισολογισμό της Πολιτείας, δύο μήνες πριν από την τακτική Σύνοδο του Νομοθετικού Σώματος.
Οι Τιμητές οφείλουν να εκθέσουν τα στοιχεία αυτά και τις παρατηρήσεις τους στη Νομοθετούσα Αρχή, η οποία αποφαίνεται βάσει συζήτησης στην ολομέλεια και στις Συμβουλευτικές Επιτροπές της.
94. Κατ’ αρχήν η Γερουσία οφείλει να συμβουλεύεται τους Τιμητές στα πλέον σοβαρά ζητήματα της Πολιτείας.
Βάσει αυτού του κανόνα, οι Τιμητές φέρουν τον πρόσθετο τίτλο των «Συμβούλων του Κράτους».
ΤΙΤΛΟΣ 4. – Εκτελεστική Εξουσία
95. Η Εκτελεστική Εξουσία απόκειται σε Γερουσία που απαρτίζεται από ορισμένο αριθμό εκπροσώπων εκλεγμένων από τις ανά Νήσο Συγκλήτους. Η Γερουσία αυτή εδρεύει στη Κέρκυρα.
96. Η Γερουσία ανανεώνεται σε ετήσια βάση κατά το ήμισυ. Η διαδοχή πραγματοποιείται τη 1η Απριλίου. Κατά τη πρώτη διαδοχή αντικαθίστανται οι νεώτεροι εκ των Γερουσιαστών, ενώ στις επόμενες αντικαθίστανται όσοι συμπληρώνουν διετή θητεία (κατά το γενικό κανόνα περί διετούς παραμονής των Δημόσιων Λειτουργών).
Οι Νήσοι εκείνες, από τις οποίες κατάγονται οι πρώτοι προς αντικατάσταση, νεώτεροι Γερουσιαστές, εκλέγουν τη 15η Ιανουαρίου τους διαδόχους τους σε μια μόνη συνεδρίαση της Συγκλήτου.
97. Ο Επικεφαλής της Εκτελεστικής Εξουσίας ή Πρόεδρος της Γερουσίας προσαγορεύεται «Πρίγκηπας»[σ69] και παραμένει στο αξίωμά του επί δύο έτη.
[σ69] Κατά μία σαφή αναλογία προς τους ρωμαϊκούς προαυτοκρατορικούς θεσμούς, ο “Principe” («ηγεμών» στη μετάφραση του 1804) της “Senato” (Γερουσίας) παραπέμπει στον “princeps”, πρώτο-πρύτανη και πρόεδρο της ρωμαϊκής “Senatus” ή «Συγκλήτου».
98. Εφόσον ο αναδειχθείς ως Πρίγκηπας δεν προέρχεται από τους κόλπους της Γερουσίας, αντικαθιστά το νεώτερο Γερουσιαστή της Νήσου εκείνης, από την οποία κατάγεται ο Πρίγκηπας.
99. Με το πέρας της θητείας του Πρίγκηπα, τη θέση του στη Γερουσία επανδρώνει Γερουσιαστής εκλεγμένος από τη Σύγκλητο της Νήσου καταγωγής του. Ο τέως Πρίγκηπας απαγορεύεται να απομακρυνθεί από την Επικράτεια, πριν συμπληρωθούν δύο έτη από το πέρας της θητείας του.
100. Σε περίπτωση θανάτου, ή σωματικού ή πνευματικού κωλύματος του Πρίγκηπα, η θέση του πληρούται εκ περιτροπής, σε μηνιαία βάση, από τους Γερουσιαστές κατά τα πρεσβεία της ηλικίας. Κατά το διάστημα της αντικατάστασης, ο εκτελών χρέη αναπληρωτή Γερουσιαστής προσαγορεύεται «Αντιπρόεδρος».
Η περιοδική αναπλήρωση του Πρίγκηπα παρατείνεται έως την άρση του κωλύματος ή την οριστική αντικατάσταση του Πρίγκηπα από τη Γερουσία κατά τη διάταξη του άρθρου 60.
101. Ο Πρίγκηπας προεδρεύει της Γερουσίας και τη συγκαλεί εκτάκτως. Υπογράφει το σύνολο των κυβερνητικών της πράξεων, που ανθυπογράφονται από έναν εκ των Γενικών Γραμματέων με δικαίωμα επισημείωσης της αιτιολογημένης διαφωνίας του.
Ο Πρίγκηπας διαλέγεται με τις Ξένες Δυνάμεις, χειρίζεται τις διαπραγματεύσεις, και συνάπτει τις αναγκαίες διεθνείς συνθήκες, βάσει εισήγησης του Υπουργείου των Εξωτερικών και απόφασης της Γερουσίας. Παραχωρεί ακροάσεις στους Πρέσβεις ξένων Δυνάμεων, παραλαμβάνει τα διαπιστευτήριά τους, και διατυπώνει τις επίσημες αποκρίσεις της Κυβέρνησης παρουσία των μελών του Υπουργείου Εξωτερικών.
Ομοίως, ο Πρίγκηπας επικυρώνει τα Διπλώματα των Πρέσβεων και διπλωματικών ακόλουθων της Πολιτείας στο Εξωτερικό, και τους απονέμει το «εκτελεσθήτω» που ορίζει η Γερουσία. Επίσης, εκδίδει πιστοποιητικά και ταξιδιωτικές οδηγίες προς πλοιοκτήτες που ναυτιλλώνται στην αλλοδαπή.
Όλες ανεξαιρέτως οι αναφορές Αρχών του Εξωτερικού και του Εσωτερικού και οι αιτήσεις πολιτών, είναι απευθυντέες στο όνομα του Πρίγκηπα. Οι Υπουργοί επιφορτίζονται με τη παραλαβή της ανάλογης αλληλογραφίας, η οποία αρχειοθετείται στο οικείο κατά περίπτωση Υπουργείο της Γερουσίας.
Ο Πρίγκηπας διορίζει με σύμφωνη γνώμη της Γερουσίας και λαμβανομένης υπόψει της γνώμης των αντίστοιχων συλλογικών Υπουργείων της Γερουσίας, τους επικεφαλής Υπουργούς.[σ70]
Ομοίως, ο Πρίγκηπας διορίζει λαμβανομένης υπόψει της γνώμης του αρμόδιου υπουργείου, Πρέσβεις, Πρόξενους και διπλωματικούς ακόλουθους της Πολιτείας στο Εξωτερικό, και τους επιδίδει, σε εκτέλεση αποφάσεων της Κυβέρνησης, Αναγνωριστικά Διπλώματα, Διαπιστευτήρια, και απαραίτητες Οδηγίες.
Ο Πρίγκηπας προεδρεύει, κατά το δοκούν, σε οποιοδήποτε από τα Υπουργεία της Γερουσίας.
Ο Πρίγκηπας υπαγορεύει τη διάταξη μάχης και τις κινήσεις των Ενόπλων Δυνάμεων της Πολιτείας και εκδίδει τις διαταγές προκειμένου να πραγματοποιούν τα δόγματα της Κυβέρνησής του.
Ο Πρίγκηπας φυλάσσει τις Σφραγίδες του Κράτους και συγκαλεί τη Γερουσία στο επίσημο ενδιαίτημά του, στο Εθνικό Παλάτιο εντός του Παλαιού Φρουρίου της Κέρκυρας.
[σ70] “[…] udito il parere delle respettive Camere, i Ministri del Senato”: το 9 μελές (αφαιρουμένου του Πρίγκηπα) σχήμα της Γερουσίας, κατανέμεται σε τρία 3μελή συλλογικά Υπουργεία των οποίων προΐστανται οι «πρώτιστοι Υπουργοί» emoticon smile “i Ministri principali del Senato”) του άρθρου 35. Στη μετάφραση του 1804 τα όργανα αυτά αποδίδονται αυτολεξεί ως «Καμάρες» (ενικός: «Καμάρα», λέξη από την οποία παράγεται η εν χρήσει «Καμαρίλλα», δηλαδή το μυστικό διευθυντήριο), και «Υπουργοί» (όπου: “Ministri”) ή «Μυστικοί της Επικρατείας» (όπου: «Segretarii di Stato»), αντίστοιχα.
102. Το πρόσωπο του Πρίγκηπα είναι απαραβίαστο και ακαταδίωκτο. Δεν επιτρέπεται να κατηγορηθεί ή να δικαστεί οποτεδήποτε για ό,τι είπε ή έγραψε ως Πρίγκηπας, παρά μόνο υπό ειδικές διατυπώσεις.
Οι Τιμητές της Πολιτείας δικαιούνται να απαγγείλουν στον Πρίγκηπα τεκμηριωμένη κατηγορία ενώπιον του Νομοθετικού Σώματος, το οποίο και συγκαλούν εκτάκτως.
Το Νομοθετικό Σώμα εγχειρίζει στον κατηγορούμενο Πρίγκηπα το κατηγορητήριο τις αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνεται και τον καλεί, με εύλογη προθεσμία, σε απολογία. Αυτοπρόσωπη απολογία του υπό κατηγορία Πρίγκηπα αποκλείεται. Η απολογία πραγματοποιείται με απολογητικό υπόμνημα που εκτίθεται από εξουσιοδοτημένο από τον ίδιο συνήγορο Αγορητή.
Εάν κριθεί ένοχος ο Πρίγκηπας, το Νομοθετικό Σώμα εκδίδει με απόλυτη πλειοψηφία ψήφισμα καθαίρεσης το οποίο αναστέλλει προσωρινά οι εξουσίες του. Το ψήφισμα να καθίσταται αμετάκλητο, εφόσον προσκυρωθεί από την απόλυτη πλειοψηφία της Γερουσίας, ενώπιον της οποίας ο Πρίγκηπας απολογείται με τον ίδιο τρόπο.
Εφόσον προσκυρωθεί η καθαίρεση, το Νομοθετικό Σώμα προβαίνει στην ανάδειξη νέου Πρίγκηπα, και καταδικάζει τον έκπτωτο σε εξοστρακισμό, αποζημίωση, ή σωματική ποινή, ή ακόμα και στη κεφαλική ποινή, ανάλογα με τη φύση και τη βαρύτητα του αδικήματος και τις πρόνοιες του Νόμου.
Η ποινή εξοστρακισμού, δηλαδή η εξορία από την επικράτεια της Πολιτείας, παρατείνεται μόνον εφόσον ανανεώνεται από κάθε νέα Νομοθετούσα Αρχή. Επουδενί η ποινή του εξοστρακισμού δεν μπορεί να επιβληθεί συλλογικά στον Οίκο του έκπτωτου. Επίσης, δεν μπορεί να εξομοιωθεί με δήμευση περιουσίας – εξαιρετέου του προστίμου που εξατομικεύεται στο πρόσωπό του από τη καταδικαστική απόφαση.[σ71]
Εφόσον η καθαίρεση δεν προσκυρωθεί από τη Γερουσία, το Κολλέγιο των Τιμητών συγκαλεί εκτάκτως τις Συγκλήτους προκειμένου το Νομοθετικό Σώμα να αποφανθεί κατά τη ρύθμιση του άρθρου 68 και με ενισχυμένη πλειοψηφία των τριών τετάρτων την επικύρωση ή εξαφάνιση του ψηφίσματος καθαίρεσης.
Σε περίπτωση εξαφάνισης της καθαίρεσης ο Πρίγκηπας αποκαθίσταται, και οι Τιμητές καταδικάζονται από το Νομοθετικό Σώμα σε εξοστρακισμό (ανανεούμενο όπως στα παραπάνω από τις διάδοχες ανά διετία Νομοθετούσες Αρχές). Η ίδια ποινή επιβάλλεται και εφόσον η απολογία του Πρίγκηπα ανατρέψει το κατηγορητήριο, και αποδείξει ότι δεν είχε στοιχειοθετηθεί με τρόπο προσήκοντα στην ιδιάζουσα βαρύτητά του.
[σ71] “La sentenza dell’ ostracismo… non puo mai riguardare ne la famiglia di Prinzipe, ne i suoi beni quando non sia alla pena… aggiunta quella di un’ ammenda personale determinate.”
Το νόημα της ρύθμισης αποδίδει ήδη και η μετάφραση του 1804: «Η απόφασις του Οστρακισμού… ου δύναταί ποτε αφοράν προς τον οίκον του Ηγεμόνος, ή προς τα υπάρχοντα αυτού, αν εις την ποινήν… μη προστιθήται και η χρηματική ποινή προσωπικώς διορισμένη.»
103. Ταυτόχρονα με την εκλογή νέου Πρίγκηπα, και δυνάμει καταγγελίας της Τιμητείας, η Νομοθετούσα Αρχή μπορεί να εκδώσει ψήφισμα βάσει του οποίου εξοστρακίζεται επί διετία ο απερχόμενος Πρίγκηπας. Εφόσον εντούτοις η Γερουσία αρνηθεί να προσκυρώσει ψήφισμα αυτό, πραγματοποιείται η κατά τη ρύθμιση του προηγούμενου άρθρου η προσφυγή στη γνώμη των Συγκλήτων, και στη συνακόλουθη απόφαση.
Εφόσον προσκυρωθεί το ψήφισμα εξοστρακισμού, ο απερχόμενος Πρίγκηπας παραπέμπεται στο Ανώτατο Συμβούλιο της Επικρατείας για την επιμέτρηση πρόσθετων ποινών που επισύρει η φύση του αδικήματός του κατά τις πρόνοιες του Νόμου.
104. Η Γερουσία προτείνει προς επικύρωση στο Νομοθετικό Σώμα κάθε νομοθετικό μέτρο, εξαιρετέων των αστικών και ποινικών νόμων η νομοθετική πρωτοβουλία επί των οποίων απόκειται στη Προβουλευτική Αρχή. Ομοίως, η Γερουσία προβαίνει σε ρυθμιστικά μέτρα και προκηρύξεις προς εκτέλεση νόμων που πηγάζουν τόσο από δική της νομοθετική πρωτοβουλία, όσο και από εκείνη της Προβουλευτικής Αρχής.
105. Η Γερουσία λαμβάνει κάθε πρόσφορο μέτρο για τη διατήρηση της ειρήνης ανά την Επικράτεια, και επαγρυπνεί έναντι οποιασδήποτε επιβουλής κατά της δημόσιας ασφάλειας.
106. Εάν καταγγελθεί στη Γερουσία εξύφανση συνωμοσίας κατά του Κράτους, ή αδίκημα υπεξαίρεσης ή διασπάθισης δημόσιου χρήματος, ή κιβδηλείας, ή άλλο αδίκημα στο οποίο υποπίπτει δημόσιος λειτουργός κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, η ίδια δύναται να εκδώσει διάταγμα δίωξης των υπόπτων. Συλληφθέντες με αυτή τη διαδικασία πρέπει με τη πάροδο δύο ημερών να παραδοθούν στον αρμόδιο Δικαστή για να δικαστούν κατά το Νόμο ή να αφεθούν ελεύθεροι – οπότε τιμωρείται ο μηνυτής τους.
Εάν δεν τηρηθεί η ανωτέρω προθεσμία ο Γενικός Γραμματέας που υπογράφει το διάταγμα είναι ποινικά κολάσιμος για αυθαίρετη κράτηση. Το Κολλέγιο των Τιμητών εξουσιοδοτείται να διαμαρτυρηθεί και να αντιταχθεί.
107. Η Γερουσία δύναται να απαγγείλει κατηγορία:
(1) Στα μέλη της, εξαιρετέου του Πρίγκηπα. Στη περίπτωση αυτή, τα υπό κατηγορία μέλη της Γερουσίας παραπέμπονται ενώπιον του Ανωτάτου Συμβουλίου της Επικρατείας από το Γενικό Εισαγγελέα.
(2) Στους Τιμητές της Πολιτείας ενώπιον του Νομοθετικού Σώματος, ή, στο χρόνο κατά τον οποίο το Νομοθετικό Σώμα δεν είναι σε σύνοδο, ενώπιον του Ανωτάτου Συμβουλίου της Επικρατείας.
(3) Βάσει καταγγελίας των Τιμητών της Πολιτείας, σε οποιονδήποτε δημόσιο λειτουργό ενώπιον του Ανωτάτου Συμβουλίου της Επικρατείας ή των τακτικών Δικαστηρίων. Οποιοσδήποτε υπό κατηγορία λειτουργός απαλλάσσεται αυτοδικαίως από τις εξουσίες του, στις οποίες πάντως αποκαθίσταται εφόσον αθωωθεί.
108. Η Γερουσία μέσω του Πρίγκηπα ασκεί τα καθήκοντα διάταξης και διοίκησης των Ενόπλων Δυνάμεων της Πολιτείας. Εντούτοις δεν επιτρέπεται σε μέλος της να συμπίπτει η ιδιότητα του εν ενεργεία Αρχιστράτηγου.
109. Η Γερουσία διορίζει τη στρατιωτική ιεραρχία στο σύνολό της, καθορίζει τους απαιτούμενους στρατιωτικούς κανονισμούς και διατάσσει τις μεταθέσεις των στρατιωτικών κατά τις πρόνοιες του Νόμου.
110. Στη Γερουσία απόκειται η εποπτεία της Εθνικής Νομισματοκοπίας και της δια νόμου καθιερωμένης νομισματικής κυκλοφορίας.
111. Στη Γερουσία απόκειται κατά γενική αρμοδιότητα η εύρυθμη λειτουργία του Κράτους. Προς το σκοπό αυτό, διασφαλίζει την εκτέλεση της νομοθεσίας από τα, υπό την εποπτεία της, ανά τις Νήσους Πρυτανεία.
112. Η Γερουσία κανονίζει τη ταμειακή λειτουργία του Κράτους κατά τις ειδικές επιταγές της εκάστοτε Νομοθετούσας Αρχής, και βάσει των παρακάτω γενικών παραδοχών:
(1) Η Γερουσία, διαμέσου του Υπουργείου της επί των Οικονομικών και των υπηρεσιών του, διασφαλίζει την είσπραξη των δημοσίων εσόδων, και ρυθμίζει τη ροή των δημοσίων δαπανών και κονδυλίων.
(2) Η εγκυρότητα των ανωτέρω δημόσιων πληρωμών θεμελιώνεται αποκλειστικά στο Νόμο ή σε απόφαση της Γερουσίας, και νομιμοποιείται με Ένταλμα Πληρωμής υπογεγραμμένο από τον Υπουργό των Οικονομικών και το Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου.
Επιπλέον η νομιμότητα ορισμένης δημόσιας πληρωμής προϋποθέτει τη ταμειακή κάλυψή της από τα εγγεγραμμένα στη συγκεκριμένη κατηγορία δαπανών κονδύλια.
(3) Εθνικοί Ισολογισμοί,[σ72] υπογεγραμμένοι και πιστοποιημένοι από τον Υπουργό των Οικονομικών και τον προσκείμενό του Γενικό Γραμματέα, δημοσιεύονται σε ετήσια βάση.
(4) Οι εκ του Υπουργείου Οικονομικών ανωτέρω ισολογισμοί, δύο μήνες πριν τη Σύνοδο του Νομοθετικού Σώματος, υποβάλλονται στον έλεγχο του Τιμητειακού Κολλεγίου. Στο Νομοθετικό Σώμα κατατίθενται από τη Τιμητεία.
(5) Μυστικές δαπάνες κοινοποιούνται αποκλειστικά στο Τιμητειακό Κολλέγιο και δεν δημοσιεύονται. Εφόσον η Τιμητεία τις απορρίψει, και μόνο τότε, η Γερουσία καλείται να τις αιτιολογήσει ενώπιον του Νομοθετικού Σώματος, υπό επιφυλάξεις εχεμύθειας που συνομολογούνται με το Νομοθετικό Σώμα.
(6) Μέθοδοι λογιστικής καταγραφής σε χρήση από τη προσωρινή Κυβέρνηση καταργούνται στο εξής, και αντικαθίστανται από απλούστερη παραστατική μέθοδο.
[σ72] “I conti dettagliati delle rendite e spese…”.
113. Η θρησκευτική λατρεία, η δημόσια παιδεία, κοινωφελείς επιστημονικές, φιλολογικές ή πολυτεχνικές σχολές, το εμπόριο και η ναυτιλία τελούν αδιαμεσολάβητα υπό την αιγίδα και προστασία της Γερουσίας.
114. Προκειμένου να ανταποκριθεί στην ευρύτητα των κυβερνητικών της αρμοδιοτήτων, η Γερουσία υποδιαιρείται σε τρία Υπουργεία. Έκαστο εξ αυτών συγκροτείται συλλογικά από τρεις Γερουσιαστές που ορίζει ο Πρίγκηπας με σύμφωνη γνώμη της ολομέλειας της Γερουσίας, και έναν Γενικό Γραμματέα.[σ73]
Πρώτον: το Υπουργείο επί των Εξωτερικών Υποθέσεων. Επεξεργάζεται εσωτερικά,[σ74] και εισηγείται προς ψήφιση στη Γερουσία αποφάσεις για τους Πρέσβεις και τους εμπορικούς ακόλουθους της Πολιτείας στο εξωτερικό, τους διαπιστευμένους στο Κράτος Πρέσβεις και εμπορικούς ακόλουθους.
Ομοίως, εισηγείται επί θεμάτων διεθνών σχέσεων, διαπραγματεύσεων και σύναψης συνθηκών, καθώς επίσης και επί θεμάτων εμπορικών συμβάσεων, εμπορικής ναυτιλίας, και εξαγωγικού ή εισαγωγικού εμπορίου.
Δεύτερον: το Υπουργείο επί των Εσωτερικών Υποθέσεων. Επεξεργάζεται εσωτερικά και εισηγείται ως ανωτέρω επί θεμάτων δημόσιας παιδείας, κοινωφελών σχολών, θρησκευτικής λατρείας, εθνικών γαιών,[σ75] της αστυνομικής και υγειονομικής ευταξίας.
Ομοίως, εισηγείται κατά γενική αρμοδιότητα επί θεμάτων διοίκησης των Επτά ανά Νήσο Πρυτανειών.
Τρίτον: το Υπουργείο Οικονομικών και Ενόπλων Δυνάμεων. Επεξεργάζεται εσωτερικά και εισηγείται επί θεμάτων Εθνικού θησαυροφυλακίου, τακτικού στρατού και Εθνοφυλακής της Πολιτείας.
Εκτός του προσκείμενου σε αυτό Γενικού Γραμματέα, στο υπό εξέταση υπουργείο προστίθεται ο Γενικός Θησαυροφύλακας, τον οποίο εκλέγει η ολομέλεια της Γερουσίας από ψηφοδέλτιο εκ τριών ονομάτων που της υποβάλλει το υπουργείο. Νόμος ορίζει εκείνη τη περιουσιακή επιφάνεια που κρίνεται αναγκαία προκειμένου να ασκήσει φερέγγυα τις λειτουργίες του ο Θησαυροφύλακας.[σ76]
[σ73] Προτιμήθηκε εδώ να αποδοθεί ως «Γενικός Γραμματέας» ο “Segretario di Stato” (αυτολεξεί: Γραμματέας του Κράτους – έτσι στη μετάφραση του 2008, ενώ με το εντελώς παρωχημένο και δυσλειτουργικό «Μυστικός της Επικρατείας» στη μετάφραση του 1804).
Παραπέμπουμε σχετικά στη παράλληλη χρήση των τίτλων “Censura-Censori della Repubblica” δηλαδή «Τιμητεία-Τιμητές της Πολιτείας», και “Censura Generale”, δηλαδή «Γενική Τιμητεία».
[σ74] “Essa esamina, discute…”.
[σ75] “[…] beni nazionali”: στη μετάφραση του 1804 «υπάρχοντα του Γένους»,[sic] ενώ στη μετάφραση του 2008 «Εθνικές Ιδιοκτησίες».
[σ76] “Questo Tesoriere non puo esercitare I suoi funzioni, che previa la mallevadoria idonea d’ una somma determinata dalla legge per la sua fidele amministrazione.” Στη μετάφραση του 1804 αυτή η ρύθμιση αποδίδεται ως εξής: «Ούτος ο Ταμίας ου δύναται ασκείν τας εαυτού ενεργείας, ει μη προπαράσχη την επαρκούσαν εγγύησιν της υπό του Νόμου διορισμένης ποσότητος δια το πιστόν αυτού κυβέρνημα.»
Αντίθετα, κατά τη μετάφραση του 2008, το νόημα είναι: «Εγγύηση για τη φερεγγυότητα των διαχειριστικών αρμοδιοτήτων[sic] του Θησαυροφύλακα αποτελεί η θεσμοθέτηση ενός ικανοποιητικού μισθού για το αξίωμά του».
Νομίζουμε ότι η “somma determinata”, η «καθορισμένη συνολική ποσότητα» του Συντάγματος, υπαινίσσεται μία ρύθμιση εγγύτερη στο τιμοκρατικό πνεύμα του Συντακτικού νομοθέτη του 1803.
115. Η Γερουσία εκλέγει, προτάσει του Πρίγκηπα, τους τρεις Γενικούς Γραμματείς που προσκολλώνται στα Υπουργεία. Η ίδια τους ανακαλεί έπειτα από αιτιολογημένη εισήγηση ενός εκάστου υπουργείου, που συγκεντρώνει την απόλυτη πλειοψηφία των οικείων του μελών.
116. Ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Εξωτερικών κοινοποιεί απευθείας αλλά εξ ονόματος της Γερουσίας τις αποφάσεις της στους Πρέσβεις και διπλωματικούς ακόλουθους της Πολιτείας στο Εξωτερικό, και στους ξένους Πρέσβεις και διπλωματικούς ακόλουθους στο Εσωτερικό.
Ομοίως, οι Γενικοί Γραμματείς στο Υπουργείο Εσωτερικών και το Υπουργείο Οικονομικών και Ενόπλων Δυνάμεων αλληλογραφούν αρμοδίως με τις συντεταγμένες αρχές του Κράτους.
Οι τρεις Γενικοί Γραμματείς έχουν συμβουλευτικό λόγο στην ολομέλεια της Γερουσίας, στην οποία μετέχουν τηρώντας Πρακτικά που αφορούν στο υπουργείο ενός εκάστου.
Η ιδιότητα του Γενικού Γραμματέα σε περισσότερα υπουργεία δεν μπορεί να συμπίπτει στο ίδιο άτομο. Ειδικά στο Υπουργείο Εξωτερικών χρέη Γενικού Γραμματέα μπορεί να εκτελεί μέλος του – του οποίου αναστέλλεται, όσον αφορά στην εκτέλεση των καθηκόντων του ως Γραμματέα, το απαραβίαστο του Γερουσιαστή.
117. Οι Γενικοί Γραμματείς έχουν δικαίωμα παράστασης σε συνεδρίαση του Νομοθετικού Σώματος που επεξεργάζεται νομοσχέδια αρμοδιότητάς τους και δικαίωμα δύο αγορεύσεων προς υποστήριξή τους. Επιπροσθέτως, εξαιρουμένου του Γενικού Γραμματέα, η Γερουσία δύναται να παρίσταται με μέλος της Γερουσίας που διορίζει ως ειδικό επί του θέματος Αγορητή. Εφόσον κατά την αγόρευσή τους ο Αγορητής ή ο Γενικός Γραμματέας παρεκκλίνουν του θέματος, ο Πρόεδρος του Νομοθετικού Σώματος οφείλει να τους αφαιρέσει το λόγο.
118. Οι Γερουσιαστές είναι απαραβίαστοι και ακαταδίωκτοι. Δεν επιτρέπεται να κατηγορηθούν ή να καταδικαστούν οποτεδήποτε για ό,τι είπαν ή έγραψαν κατά την άσκηση των δημοσίων καθηκόντων τους. Δύνανται όμως να συλληφθούν επί αυτοφώρου αδικήματος. Στη περίπτωση αυτή δεν να επιτρέπεται να τους απαγγελθεί κατηγορία χωρίς απόφαση της Γερουσίας ή πράξη του Νομοθετικού Σώματος.
119. Οι Γενικοί Γραμματείς μπορούν να θεωρηθούν υπόλογοι:
(1) Για αποφάσεις της Γερουσίας που συνυπογράφουν αν δεν επισημειώνουν αιτιολογημένη διαφωνία, όπως δικαιούνται.
(2) Για το ανεκτέλεστο νόμων ή επικυρωμένου διοικητικού κανονισμού.
(3) Για εντολές που εξέδωσαν παραβιάζοντας το Σύνταγμα, το Νόμο ή τις αποφάσεις της Γερουσίας.
Εφόσον συλληφθούν κατά τη διάπραξη αυτόφωρου αδικήματος, εφαρμόζονται οι περί Γερουσιαστών περιορισμοί.
120. Οι Πρέσβεις είναι ακαταδίωκτοι για τα πεπραγμένα τους σε εκτέλεση των καθηκόντων τους, εξαιρουμένων περιπτώσεων νομιμοποίησης της δίωξης με απόφαση της Γερουσίας.
Συνεχιζεται..............
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου