ΓΡΑΠΤΟΝ Θ. ΚΗΡΥΓΜΑ
Δέν μποροῦσε νά τό δεχθεῖ ὁ νομικός ὅτι ἦταν τόσο ἁπλή ἡ ἀπάντηση στό ἐρώτημα πού ἔκανε στό Χριστό μέ σκοπό νά τόν παγιδεύσει. Τόν εἶχε ρωτήσει δηλαδή τί πρέπει νά κάνει γιά νά κερδίσει τήν αἰώνια ζωή. Καί ὁ Χριστός τοῦ ὑπενθύμισε τήν ἐντολή τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου πού μιλοῦσε γιά ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν πλησίον, τόν συνάνθρωπο. Καί λοιπόν, γιά νά δικαιολογηθεῖ αὐτός τώρα, τοῦ ὑποβάλλει καί μιά δεύτερη ἐρώτηση: «Καί τίς ἐστί μου πλησίον;». Ποιός εἶναι ὁ διπλανός μου, ὁ κοντινός μου, πού πρέπει νά ἀγαπῶ; Οἱ συγγενεῖς μου; οἱ φίλοι μου; οἱ συμπατριῶτες μου; Ποιοί;
Ἀπό ἐδῶ παίρνει ἀφορμή ὁ Κύριος γιά νά διηγηθεῖ τήν ὑπέροχη ἐκείνη παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη.
Εἶχε περιπέσει σέ συμμορία ληστῶν ὁ δύστυχος ἐκεῖνος ὁδοιπόρος πού πήγαινε ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ πρός τήν Ἱεριχώ μέσα ἀπό δρόμο δύσβατο καί ἐρημικό. Σά θηρία χίμηξαν ἐπάνω του οἱ ληστές καί ἀφοῦ τόν ἔδειραν ἀλύπητα καί ἀφοῦ τοῦ πῆραν ὅ,τι εἶχε, τόν παράτησαν σέ ἐκείνη τήν ἐρημιά μισοπεθαμένο.
Συνέβη ὅμως τότε συμπτωματικά νά περνᾶ ἀπό ἐκεῖ κάποιος ἱερέας τῶν Ἰουδαίων. Πῆγε πρός στιγμήν νά ἀναθαρρήσει ὁ πληγωμένος, μά … τίποτε. Ὁ ὁδοιπόρος πέρασε ἀπό κοντά του, ἔριξε μιά βιαστική ματιά κι ἔσπευσε νά ἀπομακρυνθεῖ. Σίγουρα φοβήθηκε γιά τόν ἑαυτό του.
Τό ἴδιο κι ἕνας ἄλλος, λευΐτης αὐτός, δηλαδή βοηθός τῶν ἱερέων. Ἦρθε τόν εἶδε σέ τί χάλια βρισκόταν καί τόν προσπέρασε βιαστικά.
Δέν εἶχε ἀκόμα ξεψυχήσει, ὅταν καί κάποιος τρίτος τόν πλησίασε. Αὐτός ὅμως, ὄχι σάν τούς ἄλλους δύο. Ἐτοῦτος τόν σπλαχνίζεται εἰλικρινά. Σκύβει ἐπάνω του καί μέ στοργή τοῦ προσφέρει τίς πρῶτες βοήθειες μέ ὅ,τι μέσα πρόχειρα διέθετε. Κι ἔπειτα τόν ἀνεβάζει στό ζῶο του καί τόν ὁδηγεῖ στό πιό κοντινό χάνι, προκειμένου νά τοῦ παρασχεθεῖ ἐκεῖ πιό ἐπιμελημένη φροντίδα. Κι ἀπό κεῖ δέν ἔφυγε, παρά ἀφοῦ κανόνισε καί τίς τελευταῖες λεπτομέρειες πού ἀφοροῦσαν στήν ὑγεία του.
Καί νά σκεφθεῖ κανείς ὅτι ὁ συμπονετικός αὐτός ἄνθρωπος, δέν ἦταν κανένας γνωστός ἤ φίλος. Σαμαρείτης ἦταν, δηλαδή ἀπό ἐκείνους πού οἱ Ἰουδαῖοι ἐχθρεύονταν!
«Καί τίς ἐστί μου πλησίον;»
Ὅταν ὁ Χριστός τελείωσε την παραβολή, ρώτησε τόν νομικό:
- Ποιός ἀπό τούς τρεῖς νομίζεις ὅτι ἀποδείχθηκε ὁ πλησίον γιά τόν τραυματισμένο;
- Αὐτός πού τόν συμπόνεσε, ἀπάντησε ἐκεῖνος.
-Ἔ, λοιπόν, πήγαινε τώρα καί νά κάνεις καί ἐσύ τό ἴδιο, κατέληξε ὁ Κύριος.
Παρατηρεῖτε μιά ἀντιστροφή ἀπό τό ἀρχικό ἐρώτημα τοῦ νομικοῦ σ' αὐτό τοῦ Κυρίου; Ὁ νομικός ρώτησε ποιός εἶναι γιά μένα ὁ πλησίον, ὁ κοντινός, ὁ δικός μου ἄνθρωπος. Καί ὁ Κύριος, ἀφοῦ εἶπε την παραβολή, ἀντέστρεψε τή φορά τῆς ἐρωτήσεως: Ὄχι ποιός εἶναι ὁ δικός σου ἄνθρωπος, ἀλλά γιά ποιόν ἐσύ μπορεῖς νά γίνεις ὁ δικός του ἄνθρωπος.
Μιά λεπτομέρεια πού φέρνει τά πάνω κάτω στήν ἀνθρώπινη θεώρηση.
«Ἐμένα δέν μέ ἀγαπᾶ κανείς», λένε συχνά οἱ ἄνθρωποι. Ὁ Χριστός λέει: μή σκέφτεσαι ὅτι δέ σέ ἀγαπᾶ κανείς. Σκέψου ἄν ἐσύ ἀγαπᾶς τους ἄλλους. Ἡ ἀγάπη μέ την ἀνθρώπινη θεώρηση ἔχει φορά ἀπό ἔξω πρός τά μέσα, εἶναι μιά δύναμη κεντρομόλος. Μέ τήν πνευματική θεώρηση εἶναι τό ἀντίθετο, φυγόκεντρος δύναμη.
Τό νά μᾶς ἀγαποῦν οἱ ἄλλοι καί νά μᾶς βοηθοῦν στίς ἀνάγκες πού ἔχουμε μᾶς δίνει μιά εὐχαρίστηση ἀνθρώπινη. Τό νά ἀγαποῦμε ὅμως ἐμεῖς καί νά βοηθοῦμε τούς ἄλλους μέ φιλότιμο, κόπο, θυσία, αὐταπάρνηση, αὐτό φέρνει μέσα μας θεϊκή χαρά. Δίνει φτερά στήν ψυχή καί γενναιότητα στήν καρδιά. Ἐδῶ κρύβεται τό μυστικό τῆς ἀληθινῆς εὐτυχίας καί τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης, ὅπως μᾶς τήν δίδαξε ὁ καλός Σαμαρείτης, ὁ Χριστός.
Πρεσβ. π. Παῦλος Καλλίκας
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου