ΓΡΑΠΤΟΝ ΘΕΙΟΝ ΚΗΡΥΓΜΑ
Κάποιος βασιλιάς, ἄρχισε νά λέει ὁ Κύριος στήν παραβολή, ἑτοίμασε τραπέζι ἐπίσημο γιά τούς γάμους τοῦ γιοῦ του. (Ὁ Θεός, δηλαδή, ἔχει ἑτοιμάσει πανευφρόσυνη Βασιλεία στούς Οὐρανούς). Ἔστειλε τότε τούς δούλους νά καλέσουν τούς προσκεκλημένους του στό δεῖπνο. Ἐκεῖνοι, ὅμως, δέν ἤθελαν νά ‘ρθοῦν. Πάλι ὁ βασιλιάς ἔστειλε ἄλλους δούλους μέ ἐντονότερη τώρα προτροπή: «Ἐλᾶτε, εἶναι ἔτοιμο τό τραπέζι. Τά σφαχτά περιμένουν μαγειρεμένα. Πλούσια ὅλα. Ἐλᾶτε στό εὐφρόσυνο πανηγύρι τοῦ γάμου». Τίποτε. Τέλεια ἀδιαφορία. Ἄλλος ἔφυγε γιά τό χωράφι του, ἄλλος γιά τίς ἐπιχειρήσεις του. Καί κάποιοι ἄλλοι, θρασύτατοι, δέν φτάνει πού δέν δέχθηκαν τήν πρόσκληση, ἔπιασαν τούς δούλους τοῦ βασιλιᾶ καί τούς σκότωσαν.
Θύμωσε τότε ὁ βασιλιάς καί ἔστειλε τά στρατεύματα του νά πᾶνε καί νά ἐξολοθρεύσουν τούς ἐγκληματίες ἐκείνους καί τήν πόλη τους.«Οἱ προσκαλεσμένοι μου ἀποδείχθηκαν ἀνάξιοι», εἶπε τότε ὁ βασιλιάς στούς δούλους του. «Πᾶτε λοιπόν τώρα ἔξω ἀπό τήν πόλη, στά σταυροδρόμια καί τά τρίστρατα, καί ὅσους βρεῖτε, καλέστε τους».
Πῆγαν οἱ δοῦλοι, καί ὅλους ὅσους βρῆκαν, καλούς –κακούς, τούς κάλεσαν. Γέμισε ἡ βασιλική αἴθουσα ἀπό κόσμο. Σέ λίγο θά ἄρχιζε τό μεγάλο εὐφρόσυνο πανηγύρι. Μπῆκε τότε ὁ βασιλιάς νά ἐπιθεωρήσει τούς καλεσμένους. Ὅλοι τους ἦταν μέ ἐπίσημες στολές, πολυτελῆ ἐνδύματα γιά τό χαρμόσυνο αὐτό βασιλικό τραπέζι, τά ὁποῖα προφανῶς χορηγοῦσε ἡ βασιλική ὑπηρεσία, καθώς πολλοί ἀπό αὐτούς ἦταν φτωχοί.
Ἕνας, ὅμως, ἦταν μέ τά καθημερινά του ροῦχα, διότι δέν ζήτησε νά τοῦ παρασχεθεῖ ἁρμοδίως τό εἰδικό αὐτό πολυτελές ἔνδυμα.
-Φίλε μου, πῶς μπῆκες μέσα ἐδῶ χωρίς νά φορᾶς τό ἔνδυμα τοῦ γάμου; Ἀποστομώθηκε ἐκεῖνος. Βλέπεις … ἀμέλειά του.
«Ἑταῖρε, πῶς εἰσῆλθες ὧδε μή ἔχων ἔνδυμα γάμου;». Καί ἐξεβλήθη ἀπό τό ἑόρτιο αὐτό δεῖπνο. Γιατί πολλοί εἶναι οἱ καλεσμένοι, οἱ ἐκλεκτοί ὅμως ὀλίγοι, κατά τόν λόγον τοῦ Κυρίου μας.
Στό ἑορταστικό αὐτό τραπέζι, ἀγαπητοί μου Χριστιανοί, ὅλοι μας εἰμαστε προσκαλεσμένοι. Καί τό εἰδικό γαμήλιο ἔνδυμα, πολυτελείας ἔνδυμα, μἆς χορηγεῖται. Ξέρεις πότε τό πῆρες καί σύ; Τήν ἡμέρα πού βαπτίσθηκες. Τότε μόλις βγῆκες ἀπό τήν ἁγία κολυμβήθρα καί σέ ἔντυσαν μές στά λευκά, ἔγινε ἕνας χορός, μιά περιφορά στόν Ναό, στήν ὁποία συμμετεῖχες καί σύ, ἐνῶ οἱ ψάλτες ἔψαλλαν: «Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε». Ντυθήκατε τόν Χριστό ἐσεῖς, πού βαπτισθήκατε στό ὄνομα τοῦΧριστοῦ.
Αὐτό τό ἔνδυμα τῆς ψυχῆς, πού φόρεσες τότε, καλεῖσαι καί σύ καί ἐγώ, νά τό κρατήσουμε καθαρό. Mήν τό λερώσουμε, μήν τό ἀχρηστεύσουμε μέ τίς ἁμαρτίες μας. Κάθε ἁμαρτία εἶναι, θά λέγαμε, ἕνα σχίσιμο στό ροῦχο. Καί μέ σχισμένο ροῦχο μπορεῖς νά παρευρεθεῖς σέ ἐπίσημο τραπέζι;
Ποιό εἶναι ἐδῶ τό ἐπίσημο τραπέζι; Εἴπαμε:ἡ Βασιλεία τῶνΟὐρανῶν. Και σ’αὐτἠν ἐδῶ τήν ζωή ἡ ὑπερφυής Τράπεζα τῆς Θείας Κοινωνίας.
Χρειάζεται πολλή προσοχή μή σχίζουμε τό ἔνδυμά μας, μήν ἁμαρτάνουμε. Ἀντιθέτως, καλούμαστε μέ τίς θεϊκές ἀρετές, συνεχῶς, νά στολίζουμε αὐτόν τόν πολύτιμο χιτώνα. Νά τόν κρατᾶμε καθαρό, δηλαδή, μέ τήν μετάνοια, τήν ἐγκράτεια, τήν ἁγνότητα καί τήν σωφροσύνη. Ἔτσι, καθιστοῦμε τό ἐνδυμά μας ὅλο καί πιό ὡραῖο, πιό ἀκριβό, πιό λαμπρό. Γιά νά μπεῖ ὁ βασιλιάς, ὁ Θεός, καί νά πέσει τό μάτι του ἐπάνω μας. Καί νά θαυμάσει τήν πολυτέλεια τοῦ ἐνδύματός μας. Τότε καί θά μᾶς τιμήσει. Ὅπως αὐτός γνωρίζει. Βασιλικά!...
Πῆγαν οἱ δοῦλοι, καί ὅλους ὅσους βρῆκαν, καλούς –κακούς, τούς κάλεσαν. Γέμισε ἡ βασιλική αἴθουσα ἀπό κόσμο. Σέ λίγο θά ἄρχιζε τό μεγάλο εὐφρόσυνο πανηγύρι. Μπῆκε τότε ὁ βασιλιάς νά ἐπιθεωρήσει τούς καλεσμένους. Ὅλοι τους ἦταν μέ ἐπίσημες στολές, πολυτελῆ ἐνδύματα γιά τό χαρμόσυνο αὐτό βασιλικό τραπέζι, τά ὁποῖα προφανῶς χορηγοῦσε ἡ βασιλική ὑπηρεσία, καθώς πολλοί ἀπό αὐτούς ἦταν φτωχοί.
Ἕνας, ὅμως, ἦταν μέ τά καθημερινά του ροῦχα, διότι δέν ζήτησε νά τοῦ παρασχεθεῖ ἁρμοδίως τό εἰδικό αὐτό πολυτελές ἔνδυμα.
-Φίλε μου, πῶς μπῆκες μέσα ἐδῶ χωρίς νά φορᾶς τό ἔνδυμα τοῦ γάμου; Ἀποστομώθηκε ἐκεῖνος. Βλέπεις … ἀμέλειά του.
«Ἑταῖρε, πῶς εἰσῆλθες ὧδε μή ἔχων ἔνδυμα γάμου;». Καί ἐξεβλήθη ἀπό τό ἑόρτιο αὐτό δεῖπνο. Γιατί πολλοί εἶναι οἱ καλεσμένοι, οἱ ἐκλεκτοί ὅμως ὀλίγοι, κατά τόν λόγον τοῦ Κυρίου μας.
Στό ἑορταστικό αὐτό τραπέζι, ἀγαπητοί μου Χριστιανοί, ὅλοι μας εἰμαστε προσκαλεσμένοι. Καί τό εἰδικό γαμήλιο ἔνδυμα, πολυτελείας ἔνδυμα, μἆς χορηγεῖται. Ξέρεις πότε τό πῆρες καί σύ; Τήν ἡμέρα πού βαπτίσθηκες. Τότε μόλις βγῆκες ἀπό τήν ἁγία κολυμβήθρα καί σέ ἔντυσαν μές στά λευκά, ἔγινε ἕνας χορός, μιά περιφορά στόν Ναό, στήν ὁποία συμμετεῖχες καί σύ, ἐνῶ οἱ ψάλτες ἔψαλλαν: «Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε». Ντυθήκατε τόν Χριστό ἐσεῖς, πού βαπτισθήκατε στό ὄνομα τοῦΧριστοῦ.
Αὐτό τό ἔνδυμα τῆς ψυχῆς, πού φόρεσες τότε, καλεῖσαι καί σύ καί ἐγώ, νά τό κρατήσουμε καθαρό. Mήν τό λερώσουμε, μήν τό ἀχρηστεύσουμε μέ τίς ἁμαρτίες μας. Κάθε ἁμαρτία εἶναι, θά λέγαμε, ἕνα σχίσιμο στό ροῦχο. Καί μέ σχισμένο ροῦχο μπορεῖς νά παρευρεθεῖς σέ ἐπίσημο τραπέζι;
Ποιό εἶναι ἐδῶ τό ἐπίσημο τραπέζι; Εἴπαμε:ἡ Βασιλεία τῶνΟὐρανῶν. Και σ’αὐτἠν ἐδῶ τήν ζωή ἡ ὑπερφυής Τράπεζα τῆς Θείας Κοινωνίας.
Χρειάζεται πολλή προσοχή μή σχίζουμε τό ἔνδυμά μας, μήν ἁμαρτάνουμε. Ἀντιθέτως, καλούμαστε μέ τίς θεϊκές ἀρετές, συνεχῶς, νά στολίζουμε αὐτόν τόν πολύτιμο χιτώνα. Νά τόν κρατᾶμε καθαρό, δηλαδή, μέ τήν μετάνοια, τήν ἐγκράτεια, τήν ἁγνότητα καί τήν σωφροσύνη. Ἔτσι, καθιστοῦμε τό ἐνδυμά μας ὅλο καί πιό ὡραῖο, πιό ἀκριβό, πιό λαμπρό. Γιά νά μπεῖ ὁ βασιλιάς, ὁ Θεός, καί νά πέσει τό μάτι του ἐπάνω μας. Καί νά θαυμάσει τήν πολυτέλεια τοῦ ἐνδύματός μας. Τότε καί θά μᾶς τιμήσει. Ὅπως αὐτός γνωρίζει. Βασιλικά!...
π.Παῦλος Καλλίκας
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου