ΣΤΟΥΣ ΒΑΡΚΑΡΗΔΕΣ
Τα χρόνια εκείνα σάλπαρε βαπόρι απ’ τον Πειραία
Τετάρτη δέκα το πρωί, να κάμψει τον Μαλέα
να δέσει στη Νεάπολη, να πιάσει Ελαφοννήσι
και τ’ άγρια μεσάνυχτα την πλώρη να γυρίσει
για το Τσιρίγο τ’ άγονο, την Άγια Πελαγία
σ’ αραξοβόλι απόμακρο από την παραλία
Δυο φώτα αχνοφέγγιζαν στα μαυρισμένα ξάρτια
κι αυτός που τα πρωτόβλεπε, που ‘χε αετίσια μάτια
«βαπόοορι» βροντοφώναζε κι οι άλλοι προσπαθούσαν
να βρουν στα νυχτοσκόταδα εκείνο που ακούσαν
Μα κι όσοι ταξιδεύανε γυρεύαν στα σκοτάδια
να αντικρίσουν φωτεινά και στεριανά σημάδια
«Λουξ» λάμπες τις ελέγανε κι ολόγυρα φωτούσαν
σαν πάνω απ’ τ’ ανώφλια των μαγαζιών κρεμούσαν
Μια ήτανε του «Κάπονα», η άλλη του «Καλέρη»
και ο «Καψάνης» άναβε, αν άφηνε τ’ αγέρι
Μα και στου μόλου το κορμί σπιθοβολούσε φάρος
που μες τη νύχτα έστελνε του καπετάνιου θάρρος
Σαν φύσα Γρέγος ή Γαρμπής, για φρέσκια Τραμουντάνα
και στο γιαλό ανέμενε μοναχογιό μια μάνα
καημός γυρόφερνε τον νου, σαν φίδι να φωλιάσει:
αν το βαπόρι θα ‘πιανε… για δεν μπορεί να πιάσει
Βαρκάρηδες λεοντόκαρδοι κι ο πράκτορας στην πλώρη
τις βάρκες τους φορτώνανε να πάνε στο βαπόρι
να γαντζωθούν στις σκάλες του και με σαράντα μάτια
ν’ αφήσουν και να πάρουνε ανθρώπους κι αμανάτια
Μπουνάτσα, φουσκοθαλασσιά, χαράματα, λιοπύρι
αγιάζι κι αστραπόβροχο, για λίγο ψωμοτύρι
πιστοί σαν τους καλόγερους, θαλασσομάχοι πρώτοι…
τα χρόνια εκείνα κράτησαν ορθό τον Τσιριγώτη
(Από τις "μικρές αλήθειες").
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου