Ἔλεος σὺ δέδοσαι παρὰ Κυρίου,
Τῇ σῇ μητρὶ παρθένε μάρτυς Ἐλέσα.
Η Αγία Ελέσα γεννήθηκε στην Πελοπόννησο. Ο πατέρας της ήταν ένας πλούσιος άρχοντας Έλληνας, αλλά ειδωλολάτρης και ονομαζόταν Ελλάδιος. Η μητέρα της όμως, Ευγενία, ήταν μια αγία γυναίκα με πολλές αρετές και πλούσια χαρίσματα. Δεν είχε παιδιά και γι’ αυτό παρακάλεσε τον Θεό να την λυπηθεί και να την αξιώσει να γεννήσει ένα παιδί. Μια μέρα ενώ βρισκόταν μόνη στο σπίτι και προσευχόταν, άκουσε μια φωνή από τον ουρανό που της έλεγε «Σε ελέησε ο Θεός σε ότι του ζήτησες, και σου έδωσε καρπόν κοιλίας». Όταν γεννήθηκε η Ελέσα (την ονόμασαν Ελέσα από τη φωνή που είχε ακούσει η μητέρα της «ἐλέησέ σε ὁ Θεός»), η μητέρα της την αφιέρωσε στον Κύριο και την βάπτισε χριστιανή, στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Όσο μεγάλωνε στην ηλικία, τόσο δυνάμωνε η πίστη της και η αγάπη της προς το Θεό. Μετά από την αγία κοίμηση της μητέρας της, ενώ η αγία ήταν 14 χρονών, σκέφτηκε ότι δεν θα μπορούσε να ζήσει με τον ειδωλολάτρη πατέρα της ο οποίος ήθελε να την παντρέψει με έναν άρχοντα. Γι' αυτό μετά από πολλή προσευχή και όταν βρήκε κατάλληλη ευκαιρία, έφυγε αφού μοίρασε πολλές ελεημοσύνες σε φτωχούς και σε ορφανά, μαζί με δύο δούλες της και ασκήτευε σε ένα βουνό των Κυθήρων.
Όμως ο πατέρας της, έψαξε και την βρήκε και προσπάθησε να την γυρίσει πάλι πίσω στο σπίτι τους. Στην άρνηση όμως της Αγίας, ο πατέρας της εξοργισμένος την κατεδίωξε. Η Αγία διωκόμενη έφθασε στή ρίζα του βουνού που σήμερα ονομάζεται βουνό της Αγίας Ελέσας και παρεκάλεσε το Θεό λέγοντας «σκίσε γη και κρύψε με». Από τη σχισμή που ανοίχθηκε στο βουνό πέρασε η Αγία και έφθασε στην κορυφή, όπου κατέφθασε αλλόφρων ο πατέρας της και την αποκεφάλισε την 1η Αυγούστου 375 μ.Χ. Στον τόπο του μαρτυρίου της η υπηρέτριά της την έθαψε.
Οι πρώτοι χριστιανοί που ήλθαν στο νησί για να προσκυνήσουν τον τάφο της Αγίας, ανήγειραν μικρό ναΐσκο χωμένο κατά το πλείστον εντός του εδάφους, στον οποίο οι προσκυνητές κατέβαιναν με 5-6 σκαλοπάτια. Η Αγία Τράπεζα του ναΐσκου εστήθη πάνω από τον τάφο της Αγίας. Η παράδοση λέει ότι κατά τους παλαιοτάτους χρόνους έρχονταν προσκυνητές από τη Μάνη κατά την 1η Αυγούστου και τιμούσαν την μνήμη της Αγίας. Αυτός ο μικρός Ναός σωζόταν μέχρι το 1867 μ.Χ. ως ιδιόκτητος της οικογενείας Κασιμάτη - Γεράκα. Το 1871 μ.Χ. ανηγέρθη ο σημερινός ευρύχωρος Ναός με
Τῇ σῇ μητρὶ παρθένε μάρτυς Ἐλέσα.
Η Αγία Ελέσα γεννήθηκε στην Πελοπόννησο. Ο πατέρας της ήταν ένας πλούσιος άρχοντας Έλληνας, αλλά ειδωλολάτρης και ονομαζόταν Ελλάδιος. Η μητέρα της όμως, Ευγενία, ήταν μια αγία γυναίκα με πολλές αρετές και πλούσια χαρίσματα. Δεν είχε παιδιά και γι’ αυτό παρακάλεσε τον Θεό να την λυπηθεί και να την αξιώσει να γεννήσει ένα παιδί. Μια μέρα ενώ βρισκόταν μόνη στο σπίτι και προσευχόταν, άκουσε μια φωνή από τον ουρανό που της έλεγε «Σε ελέησε ο Θεός σε ότι του ζήτησες, και σου έδωσε καρπόν κοιλίας». Όταν γεννήθηκε η Ελέσα (την ονόμασαν Ελέσα από τη φωνή που είχε ακούσει η μητέρα της «ἐλέησέ σε ὁ Θεός»), η μητέρα της την αφιέρωσε στον Κύριο και την βάπτισε χριστιανή, στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Όσο μεγάλωνε στην ηλικία, τόσο δυνάμωνε η πίστη της και η αγάπη της προς το Θεό. Μετά από την αγία κοίμηση της μητέρας της, ενώ η αγία ήταν 14 χρονών, σκέφτηκε ότι δεν θα μπορούσε να ζήσει με τον ειδωλολάτρη πατέρα της ο οποίος ήθελε να την παντρέψει με έναν άρχοντα. Γι' αυτό μετά από πολλή προσευχή και όταν βρήκε κατάλληλη ευκαιρία, έφυγε αφού μοίρασε πολλές ελεημοσύνες σε φτωχούς και σε ορφανά, μαζί με δύο δούλες της και ασκήτευε σε ένα βουνό των Κυθήρων.
Όμως ο πατέρας της, έψαξε και την βρήκε και προσπάθησε να την γυρίσει πάλι πίσω στο σπίτι τους. Στην άρνηση όμως της Αγίας, ο πατέρας της εξοργισμένος την κατεδίωξε. Η Αγία διωκόμενη έφθασε στή ρίζα του βουνού που σήμερα ονομάζεται βουνό της Αγίας Ελέσας και παρεκάλεσε το Θεό λέγοντας «σκίσε γη και κρύψε με». Από τη σχισμή που ανοίχθηκε στο βουνό πέρασε η Αγία και έφθασε στην κορυφή, όπου κατέφθασε αλλόφρων ο πατέρας της και την αποκεφάλισε την 1η Αυγούστου 375 μ.Χ. Στον τόπο του μαρτυρίου της η υπηρέτριά της την έθαψε.
Οι πρώτοι χριστιανοί που ήλθαν στο νησί για να προσκυνήσουν τον τάφο της Αγίας, ανήγειραν μικρό ναΐσκο χωμένο κατά το πλείστον εντός του εδάφους, στον οποίο οι προσκυνητές κατέβαιναν με 5-6 σκαλοπάτια. Η Αγία Τράπεζα του ναΐσκου εστήθη πάνω από τον τάφο της Αγίας. Η παράδοση λέει ότι κατά τους παλαιοτάτους χρόνους έρχονταν προσκυνητές από τη Μάνη κατά την 1η Αυγούστου και τιμούσαν την μνήμη της Αγίας. Αυτός ο μικρός Ναός σωζόταν μέχρι το 1867 μ.Χ. ως ιδιόκτητος της οικογενείας Κασιμάτη - Γεράκα. Το 1871 μ.Χ. ανηγέρθη ο σημερινός ευρύχωρος Ναός με