Για την Στέλλα Κασσιμάτη που πριν από λίγες μέρες άφησε τα εγκόσμια σε ηλικία 101 ετών, και της οποίας η ιστορία είναι συνυφασμένη με την ιστορία της παρουσίας μας στους Αντίποδες
Η ιστορία μίας γυναίκας, της Σταματούλας (Στέλλας) Κασσιμάτη, δεν είναι απλά η ιστορία μίας Ελληνίδας που μετανάστευσε στην Αυστραλία την εποχή του μεσοπολέμου. «Οι άνθρωποι που κάνουν ιστορία δεν έχουν ιδέα από ιστορία» είχε πει ο άγγλος συγγραφέας και φιλόσοφος, γνωστός και ως «πρίγκιπας του παραδόξου» Γκίλμπερτ Τσέστερτον. Και οι… «ιστορίες», στην ιστορία της ζωής της Στέλλας Κασσιμάτη που έκανε ιστορία είτε λόγω συγκυριών, είτε λόγω χαρακτήρα, είτε λόγω της δραστηριότητάς της, είτε λόγω ηλικίας, χωρίς καν να το γνωρίζει, εμπεριέχει αυτήν την ένοια του παραδόξου και την ίδια στιγμή αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι στην ιστορία της ελληνικής παρουσίας στην Αυστραλία.
Στο μπροστινό τραπέζι του Royal Cafe η Στέλλα Κασσιμάτη με τον σύζυγο και τα δύο από τα τέσσερα παιδιά τους
Η γιαγιά Στέλλα όπως την αποκαλούσαν τα 12 εγγόνια της και τα 24 δισέγγονά της, γεννήθηκε στα Κύθηρα το 1915. Η σχέση της με την Αυστραλία άρχισε πριν ακόμα γεννηθεί. Ο πατέρας της Ευάγγελος Μανωλέσος, πριν καταλήξει στην Αμερική κάπου εκεί στις αρχές του 1890, πέρασε από τους Αντίποδες. Οι λόγοι που τον έδιωξαν από την Αυστραλία εκείνης της εποχής παραμένουν άγνωστοι αλλά συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πρώτους Έλληνες που πάτησαν το πόδι τους στην όχι και τόσο φιλόξενη, τότε χώρα.
Η ιστορία του «περάσματος» της Στέλλας Μανωλέσου (τω καιρώ εκείνω) από τα Κύθηρα στην Αυστραλία είναι παρόμοιες με πολλές άλλες ιστορίες της εποχής. Μία νύφη όπως πολλές άλλες Ελληνίδες της εποχής ήταν και η Στέλλα. Μόνο που αυτή δεν αντάμωσε τον «κύρη» της όταν πάτησε το πόδι της στην Αυστραλία αλλά στα Κύθηρα. Ο Αντώνης Κασσιμάτης ζούσε μόνιμα στο Ipswich του Κουίνσλαντ και είχε επιστρέψει στο νησί για μία οικογενειακή υπόθεση. Εκεί την γνώρισε, εκεί την ερωτεύτηκε, εκεί την παντρεύτηκε το 1938. Έτσι «πέρασε» η Στέλλα από τα Λογοθετιάνικα των Κυθήρων στα… «πέρατα» του κόσμου.
Η κ. Στέλλα με τις δύο ντουζίνες δισέγγονά της, εορτάζοντας τα 100α της γενέθλια
Η τύχη της, την έστειλε να ζήσει στην πόλη Boonah κοντά στο Ipswich και να δουλέψει σε ένα ιστορικό ελληνικό καφέ της εποχής το Royal Cafe. Ήταν η οικογενειακή επιχείρηση του άντρα της και των δύο αδερφών του το Royal Cafe. Και κάπως έτσι η Στέλλα άρχισε πάλι εν αγνοία της να μπαίνει στην ιστορία της παρουσίας μας στην Αυστραλία.
Το «σχέδιο» του Αντώνη και της Στέλλας ήταν δύο, τρία χρόνια ξενιτιά και δουλειά και μετά επιστροφή στα Κύθηρα. Και μετά ήρθε ο δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Και όλα τα «σχέδια» ακυρώθηκαν.
Η Οικογένεια Αντώνη και Στέλλας Κασσιμάτη σε πλήρη απαρτία
Περίπου εφτά χρόνια αργότερα το επιχειρηματικό δαιμόνιο του Αντώνη σε συνδυασμό με τις δεξιότητες της μοδίστρας Στέλλας, που σημειωτέον μέχρι τα βαθιά της γεράματα έραβε τα ρούχα της μόνη, δημιούργησαν το πρώτο κατάστημα Κουρτινών και Ψιλικών στο Ipswich. Το ονόμασαν «Ipswich Money Savers». Τέσσερα παιδιά μεγάλωνε εκείνη την εποχή η Στέλλα. Έραβε και στο κουρτινάδικο. Και ενώ προσπαθούσε ως εργαζόμενη μητέρα να συνδυάσει οικογένεια και δουλειά είχε και ένα ακόμα πάθος. «Δεν μπορούσε να κλείσει τα μάτια στην φτώχια» λέει η Μελίνα Μάλλου, η εγγονή της Στέλλας όταν την ρώτησα ποιο είναι εκείνο το χαρακτηριστικό της γιαγιάς της που θα μείνει ως παράδειγμα στη μνήμη των απογόνων της. «Αν δεν μπορούσε να βοηθήσει αυτούς που είχαν ανάγκη με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, τους μαγείρευε. Ήταν η καλύτερη μαγείρισσα» συμπληρώνει η Μελίνα.
Το 1963 η Στέλλα και ο Αντώνης άφησαν το μαγαζί στο Ipswich και μετακόμισαν στο Mt Gravatt του Brisbane. Tα παιδιά είχαν μεγαλώσει και η Στέλλα βρήκε τελικά τον χρόνο να πέσει με τα μούτρα στο φιλανθρωπικό της έργο.
Μαζί με τον άντρα της και χρησιμοποιώντας τις γνωριμίες της με τους Έλληνες της περιοχής ξεκίνησαν έναν άθλο. Ήθελαν να χτίσουν μία εκκλησία στην περιοχή. Και το κατάφεραν. Ο Αντώνης και η Στέλλα Κασσιμάτη, ήταν οι σημαντικότεροι δωρητές που συνέβαλλαν στο χτίσιμο του ιερού ναού «Κοίμησης της Θεοτόκου» που δεσπόζει στην περιοχή του Mt Gravatt σήμερα, ως υπενθύμιση για όλους τους μεταγενέστερους ομογενείς, της ακούραστης προσφοράς των πρωτοπόρων της ομογένειας.
Και ενώ ο Αντώνης Κασσιμάτης άφησε τον κόσμο τούτο νωρίς, η Στέλλα συνέχισε να προσφέρει μαγειρεύοντας μέχρι τα βαθιά της γεράματα.
«Όταν οι πλημμύρες έπληξαν την Yeronga η γιαγιά μου ήταν 96 ετών. Μόλις είχε αναρρώσει από μία επέμβαση στη καρδιά που είχε κάνει την προηγούμενη χρονιά. Ούτε που την ένοιαξε αυτή της η ταλαιπωρία. Αψήφησε τον κίνδυνο και τον πόνο μέσα σε λίγες μέρες. Αυτό το πάθος της να βοηθήσει, που καθόρισε όλη της τη ζωή, υπερίσχυσε και σε εκείνη την περίσταση. Άρχισε να μαγειρεύει ταψιά με παστίτσιο και να τα στέλνει στα κέντρα πλημμυροπαθών. Έτσι ήταν πάντα η γιαγιά μου».
Η φήμη της μαγειρικής της ξεπέρασε τα όρια της φιλόπτωχου του ναού, που η Στέλλα είχε κάνει δεύτερο σπίτι της. Το έργο της «φινετσάτης, μετριοπαθούς, και πάντα ταπεινής» όπως την περιγράφει η Μελίνα, γιαγιάς Στέλλας μνημονεύεται σε ειδική ηλεκτρονική έκδοση για την ιστορία των Κυθηρίων μεταναστών σε κάθε άκρη της γης. Οι συνταγές της δημοσιεύθηκαν σε βιβλία ελληνικής παραδοσιακής μαγειρικής.
Την σημαντικότερη συνταγή, εντούτοις, αυτή της μακροζωίας η γιαγιά Στέλλα δεν την έγραψε με λέξεις αλλά με πράξεις.
«Μέχρι πριν από δύο χρόνια, φρόντιζε τον κήπο της, έκανε αεροβική γυμναστική στην πισίνα, οργάνωνε εκδηλώσεις για να ενισχύσει το ταμείο της εκκλησίας που με τη σειρά τους φρόντιζαν να βοηθήσουν τους απόρους της περιοχής και πάντα είχε όνειρα. Ποτέ της δεν έπαψε να ονειρεύεται. Τον επόμενο στόχο της, την επόμενη προσπάθειά της. Ακόμα και λίγες μέρες πριν μας αφήσει, μετά το εγκεφαλικό επεισόδιο που έπαθε έκανε σχέδια για το μέλλον. Αυτή ήταν η γιαγιά μου» καταλήγει η Μελίνα.
Mία γυναίκα λοιπόν, πολλές ιστορίες και μαζί μ' αυτές και η δική μας!
http://neoskosmos.com/