Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016

Κέρδος και αθλιότητα στην Κατοχή και μετά… Μια ιστορία του Γιάννη Πρωτοψάλτη (Μελισσοκόμου)

Πρέπει να ήτανε την εποχή της Μάχης της Κρήτης. Στον Αβλέμονα ήταν ελλιμενισμένα διάφορα σκάφη, μεταξύ αυτών και κάποια καΐκια ντόπιων που τα είχαν επιτάξει οι Γερμανοί και μετέφεραν εφόδια στην μεγαλόνησο. Δεν ήταν λίγες οι φορές που το θρυλικό υποβρύχιο Παπανικολής ξεπρόβαλλε έξω από το λιμάνι νύχτα βομβαρδίζοντας και διαλύοντας και την τελευταία βάρκα που υπήρχε μέσα στο λιμάνι για να εμποδίσουν τον ανεφοδιασμό των γερμανικών στρατευμάτων.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής, οι Αβλεμονιάτες υπέφεραν από τις ιταλικές επιτάξεις και τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς. Οι παλαιότεροι θυμούνται ακόμα εκείνους τους βομβαρδισμούς: «δεν έμενε σανίδι για σανίδι». Ένας Κάπωνας έχασε τρεις φορές το καΐκι του˙ μια φορά, μάλιστα, ενώ το είχε τραβήξει στη στεριά!
Μια άλλη φορά, προς το τέλος του πολέμου (το 1944), κι ενώ μέσα στο λιμάνι βρισκόταν ένα καΐκι φορτωμένο κυρίως με ρουχισμό, στρατιωτικά άρβυλα και τέτοια, δυο αεροπλάνα εγγλέζικα ξεπρόβαλαν από τον Αϊ-Γιώργη και εφορμώντας στο λιμάνι βύθισαν το καΐκι σε πολύ ρηχά νερά, τέσσερα-πέντε μέτρα βάθος. Γέμισε ο βυθός με άρβυλα. Η είδηση εξαπλώθηκε αμέσως στη γύρω περιοχή (Αβλέμονας, Φράτσια, Μητάτα, Βιαράδικα) κι άρχισαν να καταφθάνουν οι χωρικοί και μαζί με τους ντόπιους ψαράδες που ήταν συγγενείς και φίλοι, βγήκαν ψάχνοντας για λάφυρα. Χρησιμοποιώντας σκοινιά και γάντζους (κατσούνους, που λέμε δω πέρα) άρχισαν να ανασύρουν ό,τι μπορούσαν από το βυθό. Άλλος έβγαζε δυο αρβύλες, η μία 42 νούμερο η άλλη 46, άλλος δύο αριστερές, τα φόρτωσαν στα γαϊδούρια και όπου φύγει – φύγει, να τα απομακρύνουν από τον Αβλέμονα.
Μεταξύ των υπόδουλων πλιατσικολόγων ήταν και ο 18χρονος Στέφος (ο πατέρας μου) που μαζί με την παρέα του είχαν βγάλει πολλά πράγματα και με μια βάρκα με κουπιά προσπάθησαν να κατευθυνθούν προς την παραλία της Παλιόπολης με σκοπό να τα μεταφέρουν στα Κοκκινοχώραφα για να τα κρύψουν. Λίγο πιο έξω από τον Αβλέμονα, στη θέση Αγκωνή (εκεί που τελειώνουν τα βράχια και αρχίζει η άμμος) τους περίμενε μια έκπληξη. Δύο Γερμανοί με αυτόματα και μαζί τους ένας έμπορος των Αθηνών άρχισαν να τους φωνάζουν να πλησιάσουν στην ακτή και να παραδώσουν τα λάφυρα. Κάνοντας πως δεν ακούνε συνέχισαν να τραβάνε κουπί και να απομακρύνονται όσο μπορούν πιο γρήγορα. Τότε μια ριπή από το αυτόματο γάζωσε γύρω-γύρω τη βάρκα και ο Στέφος με τους φίλους του μετέτρεψαν τη βάρκα σε ταχύπλοο επιστρέφοντας στην ακτή. Παρέδωσαν τη λεία στον ‘‘πατριώτη’’ έμπορο και επέστρεψαν στα Μητάτα με άδεια χέρια. Ο ‘‘πατριώτης’’ μεγαλούργησε τα επόμενα χρόνια στο εμπόριο χωρίς όμως να χαίρει της εκτίμησης των συμπατριωτών του.
Ένας άλλος Μητατιώτης, ονόματι Βαλέριος, την ώρα που προσπαθούσε να βγάλει ό,τι μπορούσε, τον πλησίασε μια βάρκα με έναν Γερμανό επάνω και ο Γερμανός επιτακτικά τού είπε να παραδώσει ό,τι είχε βγάλει. Τότε ο Βαλέριος τού κοπάνησε το κουπί στην πλάτη και έσπασε το κουπί! Όλοι θεώρησαν ότι θα υπάρξουν αντίποινα από τους Γερμανούς αλλά επειδή ο Γερμανός ήταν κι αυτός πλιατσικολόγος δεν συνέβη το παραμικρό. Αντίθετα ο επονίτης Βαλέριος έχασε τη ζωή του σε περίεργο ατύχημα από άλλον επονίτη κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου.
Υπήρξαν και άλλα παρόμοια περιστατικά που δείχνουν δύο πράγματα:
1. Πολλοί στρατιώτες της κατοχικής δύναμης δρούσαν αυτόνομα, για ίδιον όφελος και πέραν της διατεταγμένης υπηρεσίας. Αυτός ο τόπος, ρημαγμένος από τον πόλεμο και στραγγαλισμένος οικονομικά από τις δυνάμεις κατοχής, είχε να αντιμετωπίσει και αυτό το απεχθές ιδιωτικό πλιάτσικο.
2. Μερικοί Έλληνες συνεργάστηκαν με τον κατακτητή όχι για λόγους ιδεολογικούς. Πρόδιδαν την πατρίδα και εκμεταλλεύονταν τους συμπατριώτες τους για λόγους συμφέροντος. Αποκόμισαν εύκολο και άτιμο πλούτο και έμειναν στιγματισμένοι στην κοινωνική συνείδηση αλλά –φευ!- ατιμώρητοι από την ανθρώπινη δικαιοσύνη.
Πηγή  http://dragonerarossa.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου